Κατηγορίες
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

Ισραήλ, Παλαιστίνη και Οικουμενικότητα

Βάλτερ Χάνσερ

Ο σιωνισμός ως τραγική αυτοαπελευθέρωση

Ο αντισημιτισμός κατά τον δέκατο ένατο αιώνα παίρνει μια διαφορετική μορφή στην Ευρώπη. Εμφανίζεται σταθερά σε συνδυασμό με έναν εθνικισμό, ο οποίος επιχειρεί, ενάντια σε κάθε τάση αφομοίωσης, να επιβάλει τον αποκλεισμό των Εβραίων από την εθνική κοινότητα. Παράλληλα, προς τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα, ένας όχι μικρός αριθμός Εβραίων αποκηρύσσει κάθε σχέση με τη θρησκεία και την καταγωγή και εντάσσεται σε ποικιλόμορφες επαναστατικές ομάδες. Αντιστέκεται στην έχθρα και τον αποκλεισμό προσχωρώντας σε οικουμενικού χαρακτήρα επαναστατικά ρεύματα, στο υπό διαμόρφωση εργατικό κίνημα, στον μαρξισμό και τον αναρχισμό. Ως τελικός στόχος προτάσσεται η καθολική απελευθέρωση από το κεφάλαιο, το κράτος, τον αποκλεισμό και την κρατικότητα —δηλαδή, η δημιουργία της παγκόσμιας κομμούνας, όπου, φυσικώ τω τρόπω, η θρησκεία δεν θα παίζει πια κανένα ρόλο. Ταυτόχρονα, κάνει την εμφάνισή του ένα άλλο ισχυρό ρεύμα, το οποίο στηρίχθηκε στην ιδέα του εβραϊκού εθνικοαπελευθερωτικού εθνικισμού: ο σιωνισμός. Η ιδέα της δημιουργίας ενός εβραϊκού κράτους ανακύπτει το δεύτερο μισό του δεκάτου ενάτου αιώνα, κατά το απόγειο του εθνικισμού στην Ευρώπη. Ήδη στα 1862 ο σοσιαλιστής Μόζες Χες [Moses Hess]1. διατυπώνει στο κείμενό του Ρώμη και Ιερουσαλήμ την ιδέα δημιουργίας ενός εβραϊκού εθνικού κράτους ως ένα εγχείρημα σοσιαλιστικής χειραφέτησης. Ο Χες, φίλος και συνοδοιπόρος των Μαρξ και Ένγκελς, τον οποίον όμως δεν είχαν αφήσει εκτός κριτικής, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο «πνευματικός πατέρας» του σιωνισμού. Ο Αυστριακός δημοσιογράφος και συγγραφέας του Εβραϊκού Κράτους Τέοντορ Χερτζλ [Theodor Herzl]2 , ο οποίος δικαίως θεωρείται ο σημαντικότερος υπέρμαχος της σιωνιστικής ιδέας, είχε δηλώσει πως δεν θα έγραφε το βιβλίο του αν το 1896 δεν είχε περιέλθει εις γνώση του το Ρώμη και Ιερουσαλήμ. Ταυτόχρονα όμως, οι περί σιωνισμού ιδέες των δυο απέκλιναν σε σημεία καίριας σημασίας. Ο Χες διατύπωνε στο Ρώμη και Ιερουσαλήμ έναν κολεκτιβιστικό, εθνικιστικό ουτοπισμό, έμπλεο από σοσιαλιστικά στοιχεία· σύμφωνα με τη λογική του Χες, η ανανέωση του εβραϊσμού περνάει μέσα από τον σοσιαλισμό:

Η απόκτηση των κοινοτικών πατρογονικών εδαφών, η επεξεργασία των έννομων συνθηκών υπό την προστασία των οποίων θα ανθήσει η εργασία, η ίδρυση εβραϊκών συνεταιρισμών γεωργίας, βιομηχανίας και εμπορίου σύμφωνα με μωσαϊκές, δηλαδή σοσιαλιστικές αρχές, ιδού τα θεμέλια βάσει των οποίων ο εβραϊσμός θα ορθωθεί ξανά, ιδού τα θεμέλια από τα οποία η φωτιά του παλαιού εβραϊκού πατριωτισμού που αργοσβήνει κάτω από τις στάχτες ενός νεκρού φορμαλισμού θα αναζωπυρωθεί, αναζωογονώντας εκ νέου ολόκληρο τον εβραϊσμό (όπως παρατίθεται στο Weinstock, 1975, σελ. 58).

Απεναντίας, το πρόγραμμα του Χερτζλ ταλαντευόταν ανάμεσα σε έναν αστικό-εθνικιστικό πραγματισμό, ο οποίος ήταν έτοιμος να έρθει σε διευθετήσεις με την κυρίαρχη αποικιοκρατία, και έναν ουτοπισμό του τύπου των «νέων χωρών» με ολωσδιόλου κολεκτιβιστικά χαρακτηριστικά. Ως χρονικογράφος που κάλυπτε την υπόθεση Ντρέιφους στο Παρίσι, ο Χερτζλ τασσόταν υπέρ μιας «πατρίδας για τον εβραϊκό λαό στην Παλαιστίνη», έτσι ώστε, έπειτα από τον ατελεύτητο διωγμό των Εβραίων στην Ευρώπη, να δημιουργηθεί ένα εθνικό κράτος για τους Εβραίους. Το σιωνιστικό συνέδριο του 1897 στη Βασιλεία αποτέλεσε το πρώτο ορόσημο στον δρόμο προς τη δημιουργία του κράτους. Το 1917 ο Βρετανός υπουργός εξωτερικών Άρθουρ Μπάλφουρ [Arthur Balfour]3 τάσσεται υπέρ ενός τέτοιου σχεδίου και το 1922 η Κοινωνία των Εθνών δίνει το πράσινο φως για την εβραϊκή μετοίκηση στην Παλαιστίνη. Το 1947 η γενική συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών αποφασίζει την ίδρυση ενός «εβραϊκού» και ενός «αραβικού» κράτους στην περιοχή που μέχρι τότε ονομαζόταν είτε Παλαιστίνη είτε «Γη του Ισραήλ» [Erez Israel]. Το κράτος του Ισραήλ ιδρύεται ως η «εθνική πατρίδα στην Παλαιστίνη για τον εβραϊκό λαό» —κατά συνέπεια, η συγκρότηση του κράτους γίνεται στη βάση του θρησκεύματος. Έτσι, αποτάσσεται η κοσμικότητα ενός μεγάλου τμήματος τόσο των αστικών όσο και των ανατολικοευρωπαϊκών εκπροσώπων του σιωνισμού και επιτελείται η κατασκευή μιας «εβραϊκής εθνοτικής ομάδας». Έτσι, οι κριτικοί του σήμερα μιλούν για τον εβραϊκό και όχι ισραηλινό χαρακτήρα του κράτους του Ισραήλ και για μια «εθνοκρατία» [Ethnokratie] θεμελιωμένη στη θρησκεία (Sand, 2011, σελ. 408 – 448).

Το εβραϊκό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, στο οποίο προσχώρησαν, προπάντων από την ανατολική Ευρώπη, πολλά και μάχιμα μέλη, αρχικά δεν είχε στα χαρακτηριστικά του ένα θρησκευτικό πρόγραμμα, αλλά μια ιδεολογία της εργασίας και της παραγωγικοποίησης [Produktivierung], η οποία προσιδίαζε στον σοσιαλισμό. Αποτελούσε μια συνεκτική απάντηση στο πρόβλημα του ρατσιστικά θεμελιωμένου αποκλεισμού των Εβραίων. Οι πρώτες εβραϊκές ιδεολογίες μετοίκησης χαρακτηρίζονταν από προλεταριακά-αγροτικά, λαϊκά και κολεκτιβιστικά στοιχεία. Η εμπειρία πολλών Εβραίων (ιδίως στην Ανατολική Ευρώπη) με τον αντισημιτισμό ριζοσπαστικοποίησε αυτούς τους στόχους, οι οποίοι ήταν εγγενείς σε όλα σχεδόν τα απελευθερωτικά κινήματα. Ο λαός που βρισκόταν υπό διωγμό από τους αντισημίτες ως «μη-παραγωγικός» έπρεπε να «παραγωγικοποιηθεί», να δραστηριοποιηθεί σε μια στρεβλή ανάληψη της αντισημιτικής κατηγορίας προς μια γενικευμένη αλλαγή επαγγέλματος· η νέα γη έπρεπε να κατοικηθεί από έναν νέο άνθρωπο. Στις ιδέες του Άαρον Ντέιβιντ Γκόρντον [Aaron David Gordon]4 για παράδειγμα, αυτή η σύλληψη εξυψώνεται μέχρι να φτάσει σε μια λογική σωτηρίας δια της εργασίας: οι Εβραίοι ήταν παράσιτα, άτομα αποξενωμένα από την αληθινή πηγή της ζωής —την εργασία. Μέσα από τη δική του εργασία ο Εβραίος θα μετατραπεί σε άνθρωπο και θα αφήσει πίσω τον έμπορο-εαυτό του, μέσω της αυτοδιαπαιδαγώγησης και της αυτοπραγμάτωσης. Στο πλάι τέτοιων αντιλήψεων υπήρχε μια πλειάδα από παραλλαγές του σιωνισμού: η ομάδα γύρω από τον Μάρτιν Μπούμπερ [Martin Buber]5 τασσόταν υπέρ της δημιουργίας ενός κράτους με δυο έθνη, θεωρούσε πως έπρεπε να διδαχθεί από τους φελάχους6 , και δραστηριοποιούταν υπέρ ενός πολιτισμικού σιωνισμού, ο οποίος θα ήταν εντελώς ανοιχτός στο αραβικό περιβάλλον. Η πραγματικότητα των ξενοφοβικών αντιδράσεων, της διαπάλης για τα εδάφη και ο ανταγωνισμός περιθωριοποίησε πολύ γρήγορα τέτοιες σιωνιστικές παραλλαγές και οδήγησε στην επικράτηση των πιο μαχητικών-εθνικιστικών τάσεων του εβραϊκού απελευθερωτικού κινήματος.

Συνεπώς, είναι σημαντικό να μη συγχέεται η πραγματική ιστορία μετανάστευσης των Εβραίων προς την Παλαιστίνη με τις σχετικές ιδεολογίες. Στην πραγματικότητα, για πολλούς Εβραίους η εγκατάσταση στο Ισραήλ ήταν μια προσπάθεια να γλυτώσουν από τους διωγμούς —και να φτιάξουν εκεί μια καινούργια ζωή. Στην πράξη, πολλοί από αυτούς ήρθαν αντιμέτωποι με ένα άκαμπτο σύστημα, του τύπου που χαρακτηρίζει κάθε κρατικότητα στις απαρχές της. Έτσι, το κράτος του Ισραήλ αμέσως μετά τη δημιουργία του επεδίωξε να θεσπίσει αυστηρούς κανόνες και περιορισμούς ως προς τη μετανάστευση και την έξοδο των Εβραίων από το κράτος. Μερικοί πολιτικοί του Ισραήλ πήραν ως πρότυπο τις πολιτικές απαγόρευσης εξόδου από τις χώρες του σιδηρού παραπετάσματος.

Στο κοινωνικο-ουτοπικό εγχείρημα των κιμπούτς διαφαινόταν μια εντονότερη σύμπτωση ανάμεσα σε μια λογική νέου ξεκινήματος, τον ουτοπισμό και την κρατική ανοικοδόμηση. Δεν ήταν χωρίς λόγο που τα κιμπούτς θεωρήθηκαν από πολλούς αναρχικούς μια ύστερη προσπάθεια να εφαρμοστούν στην πράξη τα κοινοτικά ιδανικά του Κροπότκιν για μια συλλογική και εξισωτική κοινότητα παραγωγών. Εδώ δεν ελήφθη υπόψη πως ο εξορισμός των νόμων της μισθωτής εργασίας και του ανταγωνισμού συνέπεσε άμεσα με την ιδέα του εποικισμού. Στο θεωρητικό κείμενο Έδαφος και Εποικισμός στην Παλαιστίνη, ο Άμπραχαμ Γκρανόφσκι [Abraham Granovsky]7 , ένας αρχιτέκτονας των πολιτικών χαρακτηριστικών του εποικισμού της Παλαιστίνης, ισχυρίστηκε με συνέπεια πως το ζήτημα της απαγόρευσης της μισθωτής εργασίας στις σιωνιστικές αποικίες «δεν έχει να κάνει με την επιβολή μιας ακραίας θεώρησης, σύμφωνα με την οποία η μισθωτή εργασία κάθε τύπου θα έπρεπε να εξοβελιστεί, αλλά με τη θεμελιώδη διασφάλιση του σημαντικότερου οικονομικού νόμου του εβραϊκού έργου ανοικοδόμησης» (Diner, 1980, σελ. 48). Πρέπει να αποφευχθεί όσο γίνεται η εκμετάλλευση αραβικής εργασιακής δύναμης, παρ’ όλο που ήδη από τις δεκαετίες του 1920 και 1930 γινόταν χρήση της, ιδίως στην αγροτική οικονομία. Μολαταύτα, έγινε μέριμνα έτσι ώστε κατά τη φάση του ειρηνικού εποικισμού μέσω της αγοράς γης και της ανοικοδόμησης αποκλειστικά εθνικών εποικιστικών οικισμών να μην γενικευτεί η μισθωτή σχέση, διότι, στα μάτια των σιωνιστών των κιμπούτς, κάτι τέτοιο θα σηματοδοτούσε μια «επαναραβοποίηση» και θα υπέσκαπτε την ανοικοδόμηση μιας αποκλειστικά εβραϊκής κοινότητας. Η παρεμπόδιση της γενίκευσης της μισθωτής σχέσης, της οποίας η λογική συνίσταται στην ανεύρεση της φτηνότερης εργασιακής δύναμης που είναι κατά τόπους διαθέσιμη, κατά τη μετάβαση από το Jischuw8 , δηλαδή από τις προκρατικές εβραϊκές κοινότητες στα εδάφη της Παλαιστίνης, στο κράτος του Ισραήλ, αποτελούσε διάσταση του εκτοπισμού των Αράβων από την περιοχή και της ιδιοποίησης των εδαφών. Στη συνείδηση πολλών εποίκων, καθώς και στη συνείδηση πολλών συνοδοιπόρων αναρχικών που έβλεπαν με συμπάθεια την όλη διαδικασία, σε αυτήν τη συλλογική εργασία πέραν της λογικής της αγοράς και της μισθωτής εργασίας ενσαρκωνόταν η πραγμάτωση ουτοπικών μορφών ζωής και παραγωγής.9

Επιπλέον, τα κιμπούτς έχαιραν συμπάθειας διότι, προπάντων κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930, ως πειράματα με έντονες σοσιαλιστικές αποχρώσεις, έλαβαν χώρα σε μια οικονομικά καθυστερημένη περιοχή, όπου το αντιδραστικό εθνικό αραβοπαλαιστινιακό κίνημα κυριαρχείτο από μεγαλογαιοκτήμονες και ισλαμιστές. Οι τελευταίοι ήδη από τη δεκαετία του 1920 κατήγγειλαν τους σιωνιστές ως υποτιθέμενους «μπολσεβίκους», αραδιάζοντας επιχειρήματα που έβριθαν αντισημιτισμού. Καταφέρονταν ενάντια στη Βρετανική αποικιοκρατική δύναμη, η οποία υποτίθεται ξαμόλησε τους Εβραίους στην περιοχή «ως δύναμη που διασπείρει τη διχόνοια και τον φθοροποιό κομμουνισμό, την επανάσταση και τη διάλυση κάθε ιερού και όσιου». Οι Εβραίοι μοιάζουν με ιό που διαδίδεται και πολλαπλασιάζεται, «καταστρέφοντας την περιοχή που ζουν» (Offenberg, 1975, σελ. 209). Αν δεν μπορούσαν να τους αντέξουν η Ρωσία και η Πολωνία, παρ’ όλο που ήταν μεγάλες χώρες, πώς θα μπορούσε ποτέ να τους αντέξει η Παλαιστίνη; Έτσι διακηρύσσει η αναφορά της Αραβικής Επιτροπής προς τον Τσόρτσιλ (Μάρτιος 1921), η οποία συντάχθηκε λόγω του γνωστού πογκρόμ του 1921, κατά το οποίο δέχτηκαν επίθεση και δολοφονήθηκαν αδιακρίτως σιωνιστές έποικοι και Εβραίοι που ζούσαν από παλιά εκεί.

Η μεγάλη τραγωδία του επιβαλλόμενου σιωνισμού (που διολίσθαινε σταθερά προς τα δεξιά και αποκτούσε εθνικιστικό χαρακτήρα) συνίστατο στο ότι η εγκατάσταση του «περιούσιου λαού» συνέβη εις βάρος των άλλων κοινοτήτων που κατοικούσαν στην Παλαιστίνη, οι οποίες αντέδρασαν με τη σειρά τους στον εκτοπισμό τους αποκλειστικά μέσω του εθνικισμού. Επιπλέον, οι απόπειρες των αριστερών σιωνιστών, των πολιτισμικών σιωνιστών και άλλων ομαδοποιήσεων να μην επαναλάβουν τα σφάλματα της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, δηλαδή να μην υποπέσουν σε εκμετάλλευση της ντόπιας εργασιακής δύναμης, αλλά να συγκροτήσουν μια σχεδόν αυτάρκη υποδομή, ενίσχυσαν τους διαχωρισμούς από τους Άραβες που κατοικούσαν εκεί. Το αντιεβραϊκό μίσος ανάμεσα στους τελευταίους ενισχύθηκε μέσω του μαχητικού απομονωτισμού εκ μέρους των Εβραίων στην Παλαιστίνη. Η πτώση των μεν ήταν η άνοδος των δε. Όμως, πρέπει να ειπωθεί πως αυτή η ιδεολογική περιχαράκωση επενεργούσε ενάντια στις επιταγές της καθυστερημένης εκβιομηχάνισης και του εκμοντερνισμού. Όπως κάθε κράτος που επεκτεινόταν, έτσι και το Ισραήλ ως καθυστερημένο κράτος είχε έντονες ανάγκες σε εργατικό δυναμικό, η προέλευση του οποίου ήταν για το κεφάλαιο παντελώς αδιάφορη.

Η ναζιστική πολιτική εξόντωσης και η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ

Τα κινήματα μετανάστευσης των δεκαετιών του 1930 και 1940 δεν διακατέχονταν πλέον από την εκκοσμικευμένη μεσσιανική πίστη της δημιουργίας του «νέου ανθρώπου» σε έναν νέο τόπο. Πολλοί Εβραίοι εξωθήθηκαν να εγκατασταθούν στην Παλαιστίνη. Μόνο ένας στους δέκα μετανάστες εβραϊκής καταγωγής είχε ως προορισμό την Παλαιστίνη το 1933· ο συνολικός αριθμός που μετανάστευσε εκείνη τη χρονιά στην Παλαιστίνη ήταν πενήντα με εξήντα χιλιάδες. Οι περισσότεροι μετανάστευσαν στις ΗΠΑ. Η επιβολή αυστηρών ποσοστώσεων για τη μετανάστευση προς τα εδάφη της Παλαιστίνης εκ μέρους της «Βρετανικής Εντολής για την Παλαιστίνη» είχε ως αποτέλεσμα να καταφτάσουν και οι πρώτοι μετανάστες Εβραίοι που εισήρθαν λαθραία —μέχρι την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ είχαν μεταναστεύσει συνολικά εκατό χιλιάδες Εβραίοι. Έτσι εκτυλίχθηκε μια αδυσώπητη διαπάλη ανάμεσα στους Εβραίους που ήθελαν να μεταναστεύσουν και στο καθεστώς περιορισμών που επέβαλε η αποικιοκρατική δύναμη της Μεγάλης Βρετανίας, μια διαπάλη που συμπεριλάμβανε τη χρήση τρομοκρατικών μεθόδων εκ μέρους των εθνικιστικών Εβραϊκών ομάδων. Ο δρόμος προς την Παλαιστίνη κυριολεκτικά επιβλήθηκε από τον Ναζισμό στους διωκόμενους Εβραίους, οι δε περισσότερες χώρες δεν φάνηκαν ιδιαίτερα διατεθειμένες να χαλαρώσουν τους περιορισμούς ως προς την πολιτική εισόδου Εβραίων εντός της επικράτειάς τους, όπως έκαναν φανερό και τα αποτελέσματα από τη Διάσκεψη του Εβιάν τον Ιούλιο του 1938.

Από την άλλη πλευρά, το ερώτημα τι είδους άνθρωποι ήταν επιθυμητοί στο νεοσύστατο κράτος καθόρισε τη μεταναστευτική πολιτική των εβραϊκών οργανώσεων. Οι μετανάστες όφειλαν να δεσμευτούν πως θα εργαστούν στη γεωργία για δύο χρόνια. Περισσότεροι από τους μισούς νέους μετανάστες αρνήθηκαν να το πράξουν. Πολλοί μετανάστες δεν ήταν αρχικά σιωνιστές, αλλά «σιωνιστές του Χίτλερ», δηλαδή αφομοιωμένοι Εβραιογερμανοί αστικής καταγωγής που μετατράπηκαν σε σιωνιστές λόγω των Ναζί, και των οποίων οι θεωρήσεις συχνά έρχονταν σε σύγκρουση με τη νέα εβραϊκή κουλτούρα των εποίκων και τον εργατικό κολεκτιβισμό των πρώτων χρόνων.

Ο εθνικοσοσιαλισμός, με την πολιτική της πολεμικής κατάκτησης «ζωτικού χώρου προς Ανατολάς» για τους Γερμανούς, αποτελούσε απειλή ζωής και θανάτου για τους Εβραίους που κατοικούσαν σε εκείνα τα εδάφη. Στο πλαίσιο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο ναζιστικός φασισμός μπόρεσε να πραγματοποιήσει αυτό που ιδεολογικά απειλούσε να διαπράξει από την αρχή: μια δολοφονική «λύση του εβραϊκού ζητήματος». Γραφειοκρατικοί εγκέφαλοι και εφαρμοστές της εξόντωσης, στρατιώτες εκβαρβαρισμένοι από τον πόλεμο και φανατισμένες μονάδες των Ες-Ες, έκαναν πράξη τον αντισημιτισμό που είχε ιδεολογικά εδραιωθεί στο ναζιστικό κίνημα ήδη ευθύς εξαρχής, ο οποίος, ήδη τη δεκαετία του 1930, είχε αποφέρει υλικά οφέλη για ένα μέρος του γερμανικού πληθυσμού μέσω της αριοποίησης και του αποκλεισμού των Εβραίων. Ο εξολοθρευτικός αντισημιτισμός δεν θα μπορούσε να ξεδιπλωθεί παρά μόνο κατά τη διάρκεια του ιμπεριαλιστικού πολέμου, ο οποίος, ως πόλεμος εξόντωσης, αποσκοπούσε στην εκκαθάριση των νεοκατακτηθεισών περιοχών από τον «πλεονάζοντα» πληθυσμό, κατά τα δέοντα του αποικιοκρατικού-ρατσιστικού ναζιστικού σχεδίου.

Αυτή η εξολόθρευση, η οποία έγινε πράξη με τους μαζικούς τουφεκισμούς και τη βιομηχανική εξόντωση μέσω θαλάμων αερίων, έδωσε στο Ισραήλ μια ηθική ώση. Για πολλούς επιζήσαντες Εβραίους, το Ισραήλ ήταν το ασφαλές λιμάνι, ένα περιβάλλον που για πρώτη φορά δεν βιωνόταν ως εχθρικό, και στο οποίο δεν θα υπόκειντο σε διωγμούς και ταπεινώσεις ως Εβραίοι. Έτσι, λίγη εντύπωση πρέπει να εγείρει το γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους επιζήσαντες Εβραίους παρτιζάνους της ομάδας Μπιέλσκι [Bielski], οι οποίοι με τη δράση τους στα δάση της Λευκορωσίας κατάφεραν να γλυτώσουν χιλιάδες υπό διωγμό Εβραίους, μετά τον πόλεμο μετοίκησαν στο Ισραήλ. Η Πολωνία και ολόκληρο το ανατολικό μπλοκ που ανήκε στη Μόσχα επηρεάστηκαν τελικά από τον αντισημιτισμό που μετονομάστηκε σε «αντισιωνισμό». Παρ’ όλα αυτά, όσοι αντιμετωπίζουν υπερβολικά άκριτα τον σιωνισμό —άλλωστε, βάση του είναι η ιδεολογία της «διαφυγής από τη διασπορά»— δεν μπορεί παρά να νιώσουν μια ενόχληση από το γεγονός ότι οι αδελφοί Μπιέλσκι, οι επικεφαλής του ομώνυμου παρτιζάνικου κινήματος10 , μετανάστευσαν στις ΗΠΑ το 1956, απογοητευμένοι από την πραγματικότητα της ζωής στο Ισραήλ. Δεν ήταν οι μόνοι Εβραίοι που πήραν την απόφαση να φύγουν από τη Γη της Επαγγελίας.

Μετά το Άουσβιτς, το Ισραήλ ανακηρύχθηκε εθνικό ασφαλές καταφύγιο για τους Εβραίους, γεγονός που έγινε αποδεκτό και υποστηρίχθηκε στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση· απεναντίας, στον αραβικό κόσμο παρατηρήθηκε ένα οξύ «φαινόμενο απόρριψης» (Sartre, 1994, σελ. 127). Οι εξαθλιωμένοι επιζώντες, οι οποίοι παρεμπιπτόντως δεν ανταποκρίνονταν στην επίσημη σιωνιστική ιδέα περί ισχυρού Εβραίου που χτίζει το κράτος του, μόλις τρία χρόνια μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και λίγες ώρες μετά την ανακήρυξη της ίδρυσης του ισραηλινού κράτους, αναγκάστηκαν να δώσουν μια μάχη ζωής και θανάτου ενάντια σε μια στρατιωτική συμμαχία αποτελούμενη από τα αραβικά κράτη της Αιγύπτου, της Συρίας, του Λιβάνου, της Υπεριορδανίας και του Ιράκ, η οποία επιτέθηκε ενάντια στο Ισραήλ —και επικράτησαν επί της βαρβαρότητας, ενώ στρατιωτικοί και φεουδαρχικοί ηγεμόνες κήρυτταν με τυμπανοκρουσίες τον μεγάλο «πόλεμο ενάντια στους Εβραίους» και ορισμένοι ήταν σε υποκειμενικό επίπεδο πρόθυμοι να φέρουν εις πέρας τη ναζιστική πολιτική εξόντωσης.

Από την άλλη, αυτή η εβραϊκή-ισραηλινή νίκη είχε ως αποτέλεσμα, με τους μαζικούς εκτοπισμούς Αράβων και τις σφαγές που διαπράχθηκαν όπως εκείνη στο Ντέιρ Γιασίν [Deir Yassin]11 , μια διαρκή βαρβαρότητα, διότι όξυνε μέχρι το μη περαιτέρω και εδραίωσε με ποταμούς αίματος τον διαχωρισμό με βάση το έθνος. Επτακόσιοι πενήντα χιλιάδες Παλαιστίνιοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τους τόπους τους για να ξεφύγουν. Εκατόν εβδομήντα χιλιάδες Άραβες έμειναν εντός των ορίων των περιοχών. Το Ισραήλ δεσμεύτηκε στα Ηνωμένα Έθνη πως θα παρέχει στις μειονότητες εντός της επικράτειάς του πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Συνεπώς, όφειλε να παρέχει και στους Παλαιστίνιους που παρέμειναν εντός των εδαφών του πολιτικά δικαιώματα. Πέραν τούτου, πάνω από το ήμισυ της γης κατασχέθηκε από την κυβέρνηση μετά την ίδρυση του κράτους. Επιπλέον, οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι ήταν αναγκασμένοι να ζουν υπό στρατιωτική διοίκηση μέχρι το 1966 και να υπόκεινται σε σημαντικούς περιορισμούς, αν και, με καθαρά νομικούς όρους, διέθεταν την ισραηλινή υπηκοότητα. Απαγορευόταν να εγκαταλείψουν τα σπίτια και τα χωριά τους χωρίς ειδική άδεια και, αν έβγαιναν εκτός της οικίας τους μετά την ώρα απαγόρευσης κυκλοφορίας, κινδύνευαν να δεχτούν τα πυρά των Ισραηλινών. Για τους εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιους πρόσφυγες που έφυγαν ως αποτέλεσμα της αραβικής επίθεσης του 1949 δεν υπήρχε καμία δυνατότητα να διεκδικήσουν την επιστροφή ή ακόμη και τα δικαιώματα ιδιοκτησίας της γης τους, καθώς τα εδάφη ανακηρύχθηκαν σε ιστορική ιδιοκτησία του «εβραϊκού λαού». Αυτό αποτυπώθηκε στη συνείδηση των Παλαιστινίων ως «Νάκμπα» (δυστυχία, καταστροφή). Όσο η Νάκμπα ξεθώριαζε ως βιωμένη ιστορία, τόσο επανερχόταν στο προσκήνιο από τους ενδιαφερόμενους ξανά και ξανά.

Ως επακόλουθο της νίκης του Ισραήλ επί των επιτιθέμενων Αράβων εκτοπίστηκε γύρω στο ένα εκατομμύριο Εβραίων από τις αραβικές πατρίδες τους: από τη Λιβύη, την Υεμένη, το Ιράκ και την Αίγυπτο —για να κατονομάσουμε μόνο τις πιο σημαντικές χώρες, των οποίων τα κράτη προχώρησαν σε αντιεβραϊκές και αντισημιτικές ενέργειες.

Η έριδα ανάμεσα σε δύο πληθυσμιακές ομάδες για το ίδιο κομμάτι γης είχε τις χειρότερες δυνατές επιπτώσεις. Οι διακηρυγμένες «ιστορικές διεκδικήσεις» των δύο «λαών» καθιστούν αδύνατη κάθε προσέγγιση του πραγματικού προβλήματος από τη σκοπιά της οικουμενικότητας. Μέχρι τώρα, η σημερινή βαρβαρότητα της σύγκρουσης δικαιολογείται από την Ακροδεξιά του Ισραήλ μέσα από την παραπομπή στη βαρβαρότητα των Αράβων, η οποία υποτίθεται τάσσεται ενάντια στον πολιτισμό. Ή, από άλλη σκοπιά, το Ισραήλ κατηγορείται για τα εγκλήματα της Νάκμπα χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στα ιστορικά γεγονότα που προηγήθηκαν και στις αντιεβραϊκές, αντισημιτικές και αντιισραηλινές κινήσεις και στάσεις εκ μέρους των Αράβων. Από την άλλη πλευρά, δεν λείπουν οι φωνές στο Ισραήλ που σπεύδουν να αρθρώσουν την κατηγορία του αντισημιτισμού σε κάθε κριτική των πολιτικών κατοχής και πολέμου της ισραηλινής κυβέρνησης, παραπέμποντας στο Ολοκαύτωμα και ανεξαρτητοποιώντας το από το συγκείμενό του. Για παράδειγμα, επί σειρά ετών στα ισραηλινά μέσα που πρόσκεινται στον χώρο της Δεξιάς παρουσιαζόταν ο Αραφάτ ως ο «νέος Χίτλερ», έτσι ώστε να αποφευχθούν οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις. Ταυτόχρονα, οι ουδέτερες ζώνες ασφαλείας μετατρέπονται σε αρπαγές εδαφών. Παρ’ όλο που το Ισραήλ, τουλάχιστον μετά την επικράτησή του κατά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών12 , αναγνωρίστηκε ως αδιαφιλονίκητη ηγεμονική στρατιωτική δύναμη, η οποία πλέον έχει στη διάθεσή της πυρηνικά, χαίρει της προστασίας των ΗΠΑ και κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου αναδείχθηκε, τόσο σε στρατιωτικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο των μυστικών υπηρεσιών, ως σημαντικός παίκτης στο πλευρό των Δυτικών ενάντια στον τότε κομμουνιστικό κίνδυνο, προτιμούσε ως κράτος να αυτοπαρουσιάζεται ως κοινότητα θυμάτων που τελούν υπό διωγμό. Μόνον όταν οι μονομερείς μνήμες του Ολοκαυτώματος από τη μια μεριά και της Νάκμπα από την άλλη, οι οποίες ανανεώνονται συνεχώς και εργαλειοποιούνται ακατάπαυστα από τους αντίστοιχους ιδεολογικούς κρατικούς μηχανισμούς, δώσουν τη θέση τους σε μια θεώρηση που θα ξεπερνά τις εθνικιστικές κοινότητες, θα μπορέσει και η τόσο σύνθετη βαρβαρότητα της Εγγύς Ανατολής να ξεπεραστεί προς την κατεύθυνση της χειραφέτησης.

Τα διαφορετικά πρόσωπα της εργασιακής δύναμης του Ισραήλ

Η εκτενής αρπαγή εδαφών του 1948 έθεσε στο νεοσύστατο κράτος του Ισραήλ ένα δύσκολο πρόβλημα: Από τη μια μεριά προέκυψαν ελλείψεις σε εβραϊκής καταγωγής εργασιακό δυναμικό, από την άλλη μεριά οι υποστηρικτικοί θεσμοί του νέου κράτους, όπως για παράδειγμα η κρατική συνδικαλιστική ένωση Χισταντρούτ [Histadrut], επεδίωκαν να υλοποιήσουν την εθνική αποκλειστικότητα. Στην περίπτωση του εργατικού δυναμικού αυτό ισοδυναμούσε με την ανοικοδόμηση του νέου εβραϊκού κράτους μόνο με «εβραϊκή εργασία». Η Χισταντρούτ ιδρύθηκε το 1920 ως «Γενική Συνδικαλιστική Ένωση των Εβραίων Εργατών» και, όπως υποδηλώνει η ονομασία της, ήταν ανοιχτή μόνο σε αυτούς. Στο μεταξύ ανέκυπταν ξανά και ξανά απόπειρες οργάνωσης Εβραίων και Αράβων εργατών από κοινού. Αυτές οι απόπειρες αποτύγχαναν εξαιτίας του αποκλειστικά εθνικιστικού προσανατολισμού της Χισταντρούτ και της κυριαρχίας του εθνικισμού και του ισλαμισμού στη μεριά των Αράβων. Γενικά μιλώντας, η περίοδος του Jischuw, δηλαδή η φάση πριν από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, χαρακτηριζόταν από οξείς ταξικούς αγώνες. Οι άρτι αφιχθέντες Εβραίοι εργάτες χαρακτηρίζονταν από υψηλότερου βαθμού αυτογνωσία και ταξική συνείδηση σε σχέση με τους Άραβες συναδέλφους τους, οι οποίοι αφενός ως ανειδίκευτοι εργάτες δεν διέθεταν δύναμη στην εργασία, αφετέρου παρέμεναν σε οιονεί ημιφεουδαρχικές συνθήκες εξάρτησης. Η πάλη για το άνοιγμα της Χισταντρούτ στους Άραβες εργάτες διεξήχθη πρωτίστως από διεθνιστές και ταξικά αλληλέγγυους ακτιβιστές, ενάντια στο μέτωπο που σχηματίστηκε εντός της ομοσπονδίας. Όπως αναφέρει ο Γερμανοεβραίος κομμουνιστής Χανς Λέμπρεχτ [Hans Lebrecht], το 1925 ένα κομμάτι των ακτιβιστών εκδιώχθηκε από την ομοσπονδία, αποβλήθηκαν από τη βρετανική διοίκηση και πετάχτηκαν στο δρόμο, ενώ άλλοι συνελήφθησαν και απελάθηκαν από τη χώρα13 . Μόλις το 1959 αίρονται οι εθνικιστικοί περιορισμοί εισόδου στη Χισταντρούτ από τις διακηρύξεις της και αλλάζει η ονομασία της ώστε να ανταποκρίνεται σε μια ομοσπονδία που καλύπτει μια επικράτεια: «Γενική Συνδικαλιστική Ένωση Εργατών στο Έδαφος του Ισραήλ». Έκτοτε μπορούν να οργανωθούν στους κόλπους της και οι Άραβες εργάτες.

Όπως ήταν φυσικό, από τον αποικισμό της άγονης χώρας προέκυπταν μεγάλες ανάγκες σε εργατικό δυναμικό, το οποίο από τη μεριά του ήταν ανοργάνωτο και απασχολούνταν υπό τις χειρότερες δυνατές συνθήκες. Ταυτόχρονα, η ιδέα πως το Ισραήλ οφείλει ως «Γη της Επαγγελίας» να προσφέρει μια ασφαλή και καλή ζωή στους απανταχού Εβραίους υψώθηκε σε ύψιστη κρατική ιδεολογία. Η διαρκής απειλή πολέμου, η γενικευμένη στρατιωτικοποίηση και οι πολιτισμικές αλλά και κλιματικές συνθήκες, που, για παράδειγμα σε σχέση με τις ΗΠΑ, δεν ήταν ιδιαίτερα ελκυστικές, απέτρεπαν το Ισραήλ από το να φαντάζει ιδεατός τόπος μετεγκατάστασης για τους Εβραίους ευρωπαϊκής καταγωγής. H επίλυση του προβλήματος της παροχής εβραϊκής εργασιακής δύναμης στο αυτοαποκαλούμενο «Εβραϊκό Κράτος» έγινε μέσω της προσέλκυσης Εβραίων από την Εγγύς Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Βέβαια, όπως ήταν φυσικό προέκυψε η ανάγκη και σε μεγάλο αριθμό Εβραίων αυτών των περιοχών να μετοικήσουν στο Ισραήλ και να εγκαταλείψουν αυτά τα δεσποτικά καθεστώτα —όπως για παράδειγμα το Ιράκ—, που ήταν ελάχιστα ελκυστικά από οικονομικής άποψης και στα οποία επιπλέον ξεσπούσαν συχνά αντισημιτικές εκστρατείες. Όμως, οι Εβραίοι ανατολικής καταγωγής (Σεφαραδίτες) μετοικώντας στο Ισραήλ έχασαν κάθε επαγγελματική εξειδίκευση και εξωθήθηκαν στα κατώτερα τμήματα της αγοράς εργασίας. Έτσι, οι Εβραίοι ανατολικής καταγωγής ξεσηκώνονταν κατ’ επανάληψη τη δεκαετία του 1950, διαμαρτυρόμενοι για την κατώτερη θέση τους στην ισραηλινή κοινωνία. Οι ταραχές, που συνεχίστηκαν μέχρι και τη δεκαετία του 1970, κατευθύνονταν και ενάντια στην κρατική συνδικαλιστική ομοσπονδία της Χισταντρούτ, με την κατηγορία ότι αποτελεί οργάνωση που εκπροσωπεί αποκλειστικά Εβραίους δυτικής προέλευσης (Ασκενάζι). Πρόσφατα δε, προέκυψαν διαμαρτυρίες από Εβραίους αιθιοπικής καταγωγής, οι οποίοι διαμαρτύρονταν ενάντια στον καθημερινό ρατσισμό που βιώνουν στο Ισραήλ και για την άνιση μεταχείρισή τους στην αγορά εργασίας.

Πριν τον πόλεμο του 1967 το Ισραήλ ήταν μια χώρα που χειμαζόταν από εξεγέρσεις και απεργίες. Η καπιταλιστικοποίησή του υστερούσε σημαντικά, η εισροή ξένων κεφαλαίων είχε εξαντληθεί, το δε 1966 η ανεργία έφτανε το 11%. Ο πόλεμος του 1967 μεταμόρφωσε άρδην αυτή την επισφαλή συνθήκη: για μια ακόμη φορά, οι ΗΠΑ θεώρησαν υποχρέωσή τους να υποστηρίξουν το Ισραήλ οικονομικά, ως αντιστάθμισμα στο παναραβικό κίνημα που έχαιρε της υποστήριξης της ΕΣΣΔ, ενώ ταυτόχρονα—και πολύ πιο σημαντικά—η κατοχή της Δυτικής Όχθης παρείχε στο Ισραήλ μια δεξαμενή εκμεταλλεύσιμης παλαιστινιακής εργασιακής δύναμης. Η βρετανική ομάδα Aufheben συνοψίζει την κατάσταση μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών ως εξής:

Στην πράξη, το Ισραήλ διέθετε τώρα μια αγορά εργασίας δύο ταχυτήτων: μια εβραϊκή και μια παλαιστινιακή. Είναι αξιοσημείωτο ότι η ισραηλινή κατοχή αυτών των εδαφών δεν οδήγησε σε μια ολοκληρωτική de jure προσάρτηση. Αυτό θα σήμαινε ότι αναγνωρίζονταν στους Παλαιστίνιους της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας τα ίδια περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα που αναγνωρίζονταν στους Παλαιστίνιους που μπόρεσαν να μείνουν μέχρι το 1966 μέσα στα σύνορα του 1948. Η κατοχή επέτρεψε στο ισραηλινό κεφάλαιο, ιδίως στον αγροτικό και τον κατασκευαστικό τομέα, να αποσπά υπερεργασία από τους Παλαιστίνιους εργάτες χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο ο εβραϊκός χαρακτήρας του κράτους. Οι Παλαιστίνιοι δεν ενσωματώθηκαν στην ισραηλινή κοινωνία: την ημέρα εργάζονταν στο Ισραήλ και το βράδυ έπρεπε να επιστρέφουν στα σπίτια τους στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας. Ενώ η φτηνή εργασιακή δύναμη των Παλαιστινίων τροφοδότησε μια ραγδαία ανάπτυξη στον κατασκευαστικό τομέα και στις δύο πλευρές της Πράσινης Γραμμής, η ισραηλινή οικονομία ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι οι Παλαιστίνιοι που ζούσαν στα κατεχόμενα δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να καταναλώνουν ισραηλινά εμπορεύματα (Aufheben, 2005, σελ. 34).

Ο αποκλεισμός των Παλαιστινίων από την ισραηλινή κοινωνία και η ταυτόχρονη εκμετάλλευσή τους κατέστησε δυνατή, παράλληλα με την επέκταση και ανοικοδόμηση των οικισμών εποίκων, μια μορφή σοσιαλδημοκρατικού ταξικού συμβιβασμού εν είδει βαλβίδας ασφαλείας, δια του οποίου και μέσω μιας πλειάδας κρατικών θεσμών —και όχι χωρίς πιέσεις, απεργίες, κάποιες φορές εξεγέρσεις όπως αυτές των Μαύρων Πανθήρων της Ανατολής— προέκυψε μια άνοδος του βιοτικού επιπέδου για τους Εβραίους πολίτες του Ισραήλ.

Αυτό που ορισμένοι αποκαλούν «νεοφιλελεύθερη» στροφή στη μείωση του σχετικά γενναιόδωρου κοινωνικού μισθού έλαβε χώρα στα χρόνια της κρίσης του πληθωρισμού από το 1978 και μετά. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, υπήρξε μια συστηματική διάλυση όλων των σοσιαλδημοκρατικών κατακτήσεων του «εργατικού σιωνισμού», ο οποίος ήταν από καιρό κομμάτι του κράτους, ενώ ταυτόχρονα επεκτάθηκε η πολιτική εποικισμού. Ως αποτέλεσμα, οι Εβραίοι εργαζόμενοι που δεν μπορούσαν πλέον να αντέξουν οικονομικά τη στέγαση στις παλιές πόλεις του Ισραήλ είχαν τη δυνατότητα να αποκτήσουν επιδοτούμενες κατοικίες στους οικισμούς, που συχνά χτίζονταν με φτηνή παλαιστινιακή εργασία και λειτουργούσαν ως ουδέτερες ζώνες ασφαλείας εντός των κατεχόμενων εδαφών.

Οι Παλαιστίνιοι ως απείθαρχοι εργασιακοί μετανάστες

Ήδη από τη δεκαετία του 1960 οι Παλαιστίνιοι ασκούσαν έλξη στους ριζοσπάστες ανά την υφήλιο. Αν και αυτή η γοητεία, στο πλαίσιο πολέμων όπως ο Πόλεμος του Βιετνάμ, της Αλγερίας ή ο Πόλεμος των Έξι Ημερών, δεν ήταν εντελώς ακατανόητη, ταυτόχρονα ήταν πολλές φορές τραβηγμένη από τα μαλλιά. Έτσι, ο τρόπος που εκείνη την εποχή, το 1972, αξιολογούσε την κατάσταση η ιταλική εργατιστική οργάνωση Lotta Continua διαφοροποιούνταν από διάφορους ύμνους αριστεροεθνικιστικής κοπής που μιλούσαν για «μαχητικό παλαιστινιακό λαό»: «Η παλαιστινιακή αντίσταση αποτελεί ένα συνονθύλευμα διαφορετικών δυνάμεων, σε ένα φάσμα που ξεκινά από τον διαταξικό και ρατσιστικό εθνικισμό… και φτάνει μέχρι αντιιμπεριαλιστικές και σοσιαλιστικές οπτικές.» Η ιδρυθείσα το 1959 Φατάχ, η οποία ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και τις αρχές της δεκαετίας του 1960 διαχωρίστηκε από τον ηγεμονικό αραβικό εθνικισμό και τάχθηκε υπέρ ενός διακριτού παλαιστινιακού εθνικισμού, το 1968 αυτοπαρουσιαζόταν ως επαναστατικό και σοσιαλιστικό απελευθερωτικό κίνημα κατά της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού.

Όμως, σε αυτή την οπτική λησμονείται το γεγονός ότι στον περίφημο «παλαιστινιακό αγώνα» συγχωνεύτηκαν διαταξικά οι νέες αστικές τάξεις των κρατών του Περσικού Κόλπου, καθώς και της Βηρυτού και του Αμμάν, και τα περιθωριοποιημένα και εξαθλιωμένα στρώματα στη Γάζα ή στους προσφυγικούς καταυλισμούς του Λιβάνου. Ο «παλαιστινιακός απελευθερωτικός αγώνας» ήταν ευθύς εξαρχής εξαρτημένος από μια πλειάδα αραβικών κρατών και τελούσε υπό τη χειραγώγησή τους, με γνώμονα τους σκοπούς κυριαρχίας αυτών των κρατών. Αυτά τα κράτη δεν έδιναν δεκάρα για την οικτρή κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει τα φτωχότερα τμήματα των Παλαιστινίων. Η ολοκλήρωση της προλεταριοποίησης του παλαιστινιακού πληθυσμού, ενός πληθυσμού που αρχικά ήταν αγροτικός, επιταχύνθηκε μέσω του πολέμου και υπό συνθήκες κατοχής.

Κατά τις απαρχές του υπό ίδρυση κράτους του Ισραήλ επιβλήθηκε, όπως ήδη περιγράψαμε, ένας αποκλεισμός των Αράβων από τους θεσμούς της «εβραϊκής εργασίας». Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1960 η ισραηλινή αγορά εργασίας άνοιξε τις πύλες της στους Παλαιστίνιους· έτσι, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 εργάζονταν εντός του Ισραήλ γύρω στους εξήντα χιλιάδες Παλαιστίνιοι. Έπειτα περιήλθε το Ισραήλ σε κατάσταση οικονομικής ύφεσης, ενώ ταυτόχρονα στα πετρελαιοπαραγωγά κράτη ανέκυψαν έντονες ανάγκες σε εργατικό δυναμικό. Αυτές οι ανάγκες καλύφθηκαν από εργάτες που προήλθαν από τη Δυτική Όχθη και πρωτύτερα εργάζονταν στο Ισραήλ. Έτσι προέκυψε στο Ισραήλ ένα σημαντικό κενό στην αγορά εργασίας, το οποίο καλύφθηκε εν μέρει από εργάτες που προέρχονταν από τη Λωρίδα της Γάζας.

Για παράδειγμα, στο Κουβέιτ είχαν μετεγκατασταθεί περί τις εκατό χιλιάδες Παλαιστίνιοι, ήδη από την περίοδο που το πετρελαιοπαραγωγό κράτος βρισκόταν σε φάση ανοικοδόμησης. Οι Παλαιστίνιοι δεν απασχολήθηκαν μόνο άμεσα στον τομέα παραγωγής πετρελαίου, αλλά και στην κρατική διοίκηση, την εκπαίδευση, καθώς και ως μικροτεχνίτες, έμποροι και επιτηδευματίες. Όταν κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1960 οι Παλαιστίνιοι άρχισαν να συγκροτούνται στις «χώρες υποδοχής» τους, και προπάντων στην Ιορδανία και τον Λίβανο, ως διακριτή ομάδα με πρόταγμα εθνικής απελευθέρωσης, συνάντησαν την καχυποψία εκ μέρους των πετρελαϊκών κρατών συνολικά: η κυβέρνηση του Κουβέιτ φοβόταν πως θα μπορούσε να προκύψει και εντός των εδαφών του ό,τι είχε συμβεί στην Ιορδανία και τον Λίβανο, δηλαδή να συγκροτηθούν οι Παλαιστίνιοι ως ένα «κράτος εν κράτει». Το Κουβέιτ τρόπον τινά εξαγόρασε κατά τη δεκαετία του 1980 τη διασφάλιση ότι κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί: συνέδραμε στην οικονομική υποστήριξη των δραστηριοτήτων του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος της PLO (Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης), θέτοντας όμως ως ρήτρα η όποια δραστηριότητα να λαμβάνει χώρα μακριά από τα εδάφη του, στο ίδιο το Ισραήλ ή, σε κάθε περίπτωση, κάπου στο εξωτερικό. Τούτη η επίσημη υποστήριξη ενός εθνικοαπελευθερωτικού εθνικισμού μέσω κρατικών κονδυλίων αποτέλεσε εμπρόθετη ενέργεια που αποσκοπούσε εκτός των άλλων στη διασφάλιση ότι δεν θα ξεσπάσουν εξεγέρσεις εντός του κράτους του Κουβέιτ. Η Σαουδική Αραβία, απεναντίας, πολύ γρήγορα διέκοψε τις επαφές με τους Παλαιστίνιους, η δε είσοδος στη χώρα επιτρεπόταν μόνο επιλεκτικά σε Παλαιστίνιους. Για τους Σαουδάραβες οι Παλαιστίνιοι δεν ήταν παρά φορείς της ιδεολογίας του Παναραβισμού που προπαγάνδιζε ο κοσμικής κοπής ηγεμόνας της Αιγύπτου Νάσερ.

Κατά τη δεκαετία του 1980 εντάθηκε η εξάρτηση του παλαιστινιακού εργατικού δυναμικού από το Ισραήλ, η δε παλαιστινιακή οικονομία ενσωματώθηκε πλήρως στην ισραηλινή. Πριν ξεσπάσει η πρώτη Ιντιφάντα, κατά τη δεκαετία του 1980, οι μισθοί των εργατών παλαιστινιακής καταγωγής σε Ισραήλ και Παλαιστίνη βρίσκονταν σε τροχιά εξίσωσης. Αυτό αποτελεί το υπόβαθρο στο οποίο στην πρώτη Ιντιφάντα χρησιμοποιήθηκαν μορφές αγώνα όπως απεργίες και μποϊκοτάρισμα της εργασίας στο Ισραήλ, με σημαντικό αντίκτυπο, ιδιαίτερα στον κατασκευαστικό κλάδο και στην αγροτική οικονομία. Το Ισραήλ αναγκάστηκε να αναζητήσει αντιστάθμισμα για την εξάρτηση από το παλαιστινιακό εργατικό δυναμικό. Το 1988 – 1989 το Υπουργείο Εργασίας του Ισραήλ κοινοποίησε σε δημοσιεύσεις του τη θέση πως μόνο μικρό μέρος του ισραηλινού εργατικού δυναμικού ήταν πρόθυμο να εργαστεί σε δουλειές που μέχρι πρότινος απασχολούνταν Παλαιστίνιοι εργάτες. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι Παλαιστίνιοι που εργάζονταν στο Ισραήλ ήταν νεαρής ηλικίας (μέχρι εικοσιτεσσάρων χρονών) και ανειδίκευτοι, συνεπώς η Πρώτη Ιντιφάντα ήταν εν μέρει μια προλεταριακή εξέγερση της νέας γενιάς. Η παλαιστινιακή εξέγερση κατά της κατοχής είχε ως αποτέλεσμα να επιβληθεί στρατιωτικός νόμος στη Λωρίδα της Γάζας, σύμφωνα με τον οποίο από τον Φεβρουάριο του 1989 οι εργαζόμενοι από τη Γάζα χρειάζονταν ειδική άδεια για να μπορούν να εργαστούν στο Ισραήλ. Εισήχθησαν ηλεκτρονικές πλαστικές κάρτες ταυτοποίησης, τις οποίες έπρεπε να φέρει κάθε εργάτης για να μπορεί να περάσει τα σημεία ελέγχου και να μπει στο Ισραήλ. Ο διακηρυγμένος σκοπός ήταν η εμπέδωση της ασφάλειας στο Ισραήλ, όμως, τα μέτρα είχαν ως επιπρόσθετο αποτέλεσμα τη μετατροπή της δυνατότητας εργασίας στο Ισραήλ σε πολύτιμο προνόμιο που διαθέτουν λίγοι Παλαιστίνιοι, ως απάντηση στις απεργιακές δράσεις και τις ενέργειες μποϊκοτάζ. Παράλληλα, η ισραηλινή κυβέρνηση προέβη εντονότερα σε ενέργειες προσέλκυσης εργατικού δυναμικού από υπεράκτιες χώρες, για παράδειγμα από την Ταϊλάνδη. Το 1992 θεωρείται η χρονιά κατά την οποία ο βαθμός εξάρτησης των Παλαιστίνιων εργατών από το Ισραήλ φτάνει στο ζενίθ. Περισσότεροι από εκατόν είκοσι χιλιάδες εργάζονταν εντός του Ισραήλ όντας πλήρως εξαρτημένοι από την εργασία τους για την επιβίωσή τους, καθώς η στρατηγική παροχής διαβίωσης εκ μέρους της PLO δεν απέδωσε παρά ελάχιστους μόνιμους καρπούς. Μετά το 1993, η ηλικία των Παλαιστινίων εργατών που απασχολούνταν στο Ισραήλ αυξήθηκε και η ίδια τάση παρατηρήθηκε ως προς τα προσόντα και τον βαθμό εξειδίκευσής τους.

Περίπου 3,7 εκατομμύρια Παλαιστίνιοι αναγνωρίζονται επισήμως ως πρόσφυγες, ενώ ορισμένες μελέτες κάνουν λόγο για 5,5 εκατομμύρια πρόσφυγες. Πρόκειται για ανθρώπους που εκδιώχθηκαν από τα πατρογονικά τους εδάφη ή έφυγαν ως αποτέλεσμα των πολέμων στη Μέση Ανατολή, καθώς και για τους απογόνους τους (σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΗΕ, επτακόσιες έντεκα χιλιάδες πρόσφυγες εκτοπίστηκαν μετά το 1948 και περίπου τριακόσιες χιλιάδες κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Έξι Ημερών το 1967). Η πλειονότητα των Παλαιστινίων προσφύγων ζει στην Ιορδανία. Σε ορισμένους από τους πρόσφυγες δόθηκε από την Ιορδανία μετά την προσάρτηση της Δυτικής Όχθης ιορδανική υπηκοότητα. Διπλή υπηκοότητα δεν αναγνωρίζεται από το Βασίλειο της Ιορδανίας. Επιπλέον, επιμένει στην επιστροφή τριών ομάδων προσφύγων: των περίπου εκατό χιλιάδων προσφύγων από τη Γάζα, των προσφύγων από τη Δυτική Όχθη που βρίσκονται στην Ιορδανία λόγω ληγμένων δελτίων ταυτότητας της Υπηρεσίας Προσφύγων του ΟΗΕ και των Παλαιστινίων που κατέφυγαν στην Ιορδανία μετά τον πόλεμο του Κόλπου το 1990/91.

Αμέσως μετά τον Δεύτερο Πόλεμο του Κόλπου το 1991, οι περίπου τετρακόσιες πενήντα χιλιάδες Παλαιστίνιοι που ζούσαν στο Κουβέιτ εκδιώχθηκαν σχεδόν στο σύνολό τους, ενώ και οι υπόλοιποι Παλαιστίνιοι στα κράτη του Κόλπου υπέστησαν διακρίσεις και αποκλεισμούς. Η Λιβύη απέλασε τριανταπέντε χιλιάδες Παλαιστίνιους από τη χώρα στα μέσα της δεκαετίας του 199014 , ο δε Λίβανος επιχείρησε κατ’ επανάληψη να απαλλαγεί από τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες που ζούσαν στα εδάφη του. Οι Παλαιστίνιοι ούτως ή άλλως δεν ενσωματώθηκαν ποτέ πλήρως στις «χώρες υποδοχής» τους, αλλά έμειναν σε μια κατάσταση ορατού, χωρικά διακριτού «πλεονάζοντος πληθυσμού» και περιθωριοποίησης, και έτσι έγιναν μια προστατευόμενη πληθυσμιακή ομάδα που δεχόταν τις επιδοτήσεις από τα Ηνωμένα Έθνη: μια πληθυσμιακή ομάδα που μπορούσε να αξιοποιηθεί για προπαγανδιστικούς σκοπούς, και για την προσφυγική μοίρα της οποίας τα αραβικά κράτη μπορούσαν να κατηγορούν αιωνίως το Ισραήλ. Αυτό εγείρει το θεμελιώδες ερώτημα του αν μια κατηγορία όπως αυτή του «Παλαιστίνιου» έχει νόημα για κάποιον που ζει στην Ιορδανία για πάνω από 50 χρόνια, πόσο μάλλον για κάποιον που γεννήθηκε εκεί.

Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, οι Παλαιστίνιοι στο Ισραήλ εργάζονταν συχνά αποκλειστικά ως ημερομίσθιοι και εργάτες οικοδομών υπό τις απεχθέστερες συνθήκες. Το ποσοστό ανεργίας ξεπερνούσε επί δεκαετίες το 50%· όταν τα παλαιστινιακά εδάφη σφραγίστηκαν, το ποσοστό ανεργίας εκτινάχθηκε στο 85%. Επιπλέον, οι Παλαιστίνιοι εργάτες είναι οι πιο ελεγχόμενοι και παρακολουθούμενοι στον κόσμο —μέσω της συνεχούς παρακολούθησης από τον ισραηλινό στρατό, αλλά και από τους «δικούς» τους ανθρώπους στα ίδια τα αυτόνομα εδάφη. Εκεί υπάρχουν υψηλά επίπεδα καταστολής λόγω των φραγμών, της χρήσης τεχνολογιών επιτήρησης τελευταίας γενιάς, αλλά και των υπηρεσιών ασφαλείας, που είναι οργανωμένες ως μαφίες.

Οι δεκάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι που απασχολούνται στο Ισραήλ εποχικά για τις σοδειές απειλούνται από τις προόδους στην καπιταλιστικοποίηση της αγροτικής οικονομίας. Οι ανησυχίες για τον «κίνδυνο ασφάλειας» που δημιουργούσαν οι Παλαιστίνιοι μετανάστες εργάτες και ο φόβος των απεργιών οδήγησαν το Ισραήλ να εξετάσει το ενδεχόμενο εκμηχάνισης της γεωργίας από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και μετά. Σε ορισμένα επιλεγμένα κιμπούτς χρησιμοποιούνταν ήδη μηχανές που ονομάζονταν «μηχανικοί εργάτες γης». Ακόμη και τα ζητήματα της εκμηχάνισης της γεωργίας και της συρρίκνωσης του εργατικού δυναμικού των αγροτικών εργατών διαμορφώνονται ιδεολογικά και πρακτικά από τις ανάγκες ασφάλειας του Ισραήλ.

Και πράγματι, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 άρχισε το Ισραήλ να προβαίνει μαζικά και στοχευμένα σε ενέργειες προσέλκυσης εργασιακών μεταναστών εβραιορωσικής καταγωγής —ως μια απόπειρα απαγκίστρωσης από την εξάρτηση της ισραηλινής οικονομίας από τους Παλαιστίνιους εργάτες. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 εισήλθε πάνω από ένα εκατομμύριο νέων εργασιακών μεταναστών, οι οποίοι ήταν σε αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης και ζωής εξαιτίας της καταρρέουσας μετασοβιετικής οικονομίας των χωρών τους. Επιπρόσθετα, προσελκύσθηκαν εργάτες από την Κίνα, την Ταϊλάνδη, τις Φιλιππίνες, τη Ρουμανία και τη Δυτική Αφρική. Αυτή είναι η υλική βάση για την περιτείχιση των κατεχόμενων που άρχισε να υλοποιείται από τις Συμφωνίες του Όσλο και η οποία εντέλει πραγματώθηκε στα επτακόσια εξήντα χιλιόμετρα φραγμών κατά μήκος της συνοριακής γραμμής Ισραήλ και Δυτικής Όχθης. Οι φραγμοί κατασκευάζονται από το 2002 ως «φράκτης αποτροπής τρομοκρατικών ενεργειών» —κατά την επίσημη ορολογία— ενάντια στις επιθέσεις αυτοκτονίας που διαπράττονταν επί ισραηλινού εδάφους. Αυτή η υλοποίηση περιόρισε σε αδιανόητο βαθμό την ελευθερία κίνησης του παλαιστινιακού πληθυσμού και είχε ως αποτέλεσμα να καταληφθούν ακόμα περισσότερα παλαιστινιακά εδάφη. Πράγματι, όμως, ως μέτρο επέφερε την αποτελεσματική αποτροπή των επιθέσεων αυτοκτονίας. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι δυνατόν ο φόβος για τις επιθέσεις αυτοκτονίας να χρησιμοποιείται ως δικαιολόγηση για την υλοποίηση θεσμικών πρακτικών εκ μέρους των Αρχών του Ισραήλ, οι οποίες αφορούν τους εργαζομένους που κατοικούν στα αυτόνομα παλαιστινιακά εδάφη και εργάζονται ή θέλουν να εργαστούν στο Ισραήλ. Όσον αφορά το εργατικό δυναμικό που κινείται από την Παλαιστίνη στο Ισραήλ και πίσω για τη δουλειά του, το τείχος δεν είναι μόνο μια εγκατάσταση ασφαλείας για την απομόνωση του Ισραήλ, αλλά και ένας θεσμός με ελεγκτική, ρυθμιστική και καταπιεστική λειτουργία απέναντι στους Παλαιστίνιους εργάτες. Ο αποκλεισμός των Παλαιστινίων είχε ως προϋπόθεση μια νέα σύνθεση του εργατικού δυναμικού στο Ισραήλ. Η Ναόμι Κλάιν, για την κριτική ικανότητα της οποίας μπορεί κανείς να σκέφτεται ό,τι νομίζει, διατυπώνει πολύ καλά το εν λόγω σημείο:

Ενώ η παρουσία των Παλαιστινίων εργαζομένων έθετε υπό αμφισβήτηση το σιωνιστικό σχέδιο, καθώς αξίωναν από το κράτος του Ισραήλ την επιστροφή της κλεμμένης γης της και ισότιμα πολιτικά δικαιώματα, η εγκατάσταση στο Ισραήλ εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών από την πρώην Σοβιετική Ένωση προωθούσε τους σιωνιστικούς στόχους, αυξάνοντας σημαντικά την αναλογία των Εβραίων προς τους Άραβες και δημιουργώντας μια νέα δεξαμενή φτηνού εργατικού δυναμικού (Klein, 2010, σελ. 579 – 580).

Είτε ηθελημένα είτε αθέλητα, οι μετανάστες αυτοί αποτέλεσαν επίσης τις δυνάμεις κρούσης που εγκαθίστανται στους οικισμούς. Εκεί τους παρέχεται φθηνή στέγαση και ένα πρόγραμμα εποικισμού που παράλληλα επιτελεί μια εξαιρετικά σημαντική κοινωνικοπολιτική λειτουργία. Τα διαμερίσματα εκεί είναι απλώς φθηνότερα από εκείνα του Τελ Αβίβ ή της Χάιφα. Η εισροή στους οικισμούς συνεχίζεται έτσι με αμείωτους ρυθμούς —και οποιαδήποτε ισραηλινή κυβέρνηση που θα επικεντρωνόταν σε μια λύση δύο κρατών μέσω διαπραγματεύσεων με τους Παλαιστίνιους, θα πυροδοτούσε πιθανότατα συνθήκες που θα έμοιαζαν με εμφύλιο πόλεμο και θα έβλεπε τους εποίκους να εμπλέκονται σε αυτόν με εξαιρετική ενέργεια, καθώς αυτοί οι οικισμοί σε μια τέτοια περίπτωση θα όφειλαν να κηρυχθούν παράνομοι και να διαλυθούν.

Συνεπώς, καμία κυβέρνηση του Ισραήλ δεν είναι διατεθειμένη να αναλάβει πραγματικά κάποιες «ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις» αναφορικά με τους περισσότερους από διακόσιους αποκλειστικούς εβραϊκούς οικισμούς και θύλακες στα κατεχόμενα. Εντέλει, έχουμε να κάνουμε με οικισμούς που διαμοιράζονται σε επτά μεγάλα μπλοκ γύρω από τα μεγαλύτερης κλίμακας αστικά κέντρα και ενώνονται με το Ισραήλ μέσω ενός εκτεταμένου οδικού δικτύου, ενώ η ασφάλειά τους εξασφαλίζεται από τους φραγμούς.

Επιπλέον, η μονομερής απόσυρση από τη Γάζα δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται την εγκατάλειψη της πολιτικής των εποικισμών. Με την απόσυρση από τη μη παραγωγική Λωρίδα της Γάζας, η οποία χαρακτηρίζεται από την απειλή της τρομοκρατίας, θα μπορούσε τουλάχιστον να διατηρηθεί το status quo στη Δυτική Όχθη ή ακόμη και να επιτευχθεί η επέκταση των κατεχομένων εκεί.

Ωστόσο, με την πεισματική πολιτική της για τη διατήρηση του status quo, η κυβέρνηση έχει απέναντί της έναν πληθυσμό που χαρακτηρίζεται από αμφιθυμία. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις τον Ιούλιο του 2013, το 59% των Ισραηλινών πολιτών ήταν υπέρ της επανάληψης των διαπραγματεύσεων και το 55% υποστήριζε τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους δίπλα στο Ισραήλ. Κατά τη διάρκεια των εννέα μηνών των ισραηλινοπαλαιστινιακών συνομιλιών, η κυβέρνηση επικύρωσε σχέδια και διαγωνισμούς για τουλάχιστον 13.500 νέες κατοικίες στους οικισμούς. Ωστόσο, η ξεκάθαρη κριτική για τα σχέδια αυτά δεν βρήκε καμία ισχυρή δημόσια φωνή και η πρόσφατη κλιμάκωση της βίας και του πολέμου μεταξύ της Χαμάς και του Ισραήλ οδήγησε στη δεξιά και μιλιταριστική υποστήριξη μιας σκληροπυρηνικής πολιτικής στο Ισραήλ.

Σε έναν κόσμο που συναπαρτίζεται από εθνικά κράτη, οι Παλαιστίνιοι συνεχίζουν να είναι καταδικασμένοι να είναι ένας «λαός δίχως ιστορία». Επομένως, στερούνται βασικών πολιτικών ελευθεριών, όσο περιορισμένες και αφηρημένες και αν είναι αυτές, ελευθεριών των οποίων η διεκδίκηση έβρισκε την Αριστερά πάντα αλληλέγγυα.

Θα μπορούσαν οι Παλαιστίνιοι, στον κόσμο του κεφαλαίου και της εθνικής κρατικότητας, να ακολουθήσουν άλλη οδό από εκείνη της κρατικής αυτοσυγκρότησης; Ακόμα και οι Εβραίοι, από τους οποίους στο Ισραήλ συγκροτήθηκε ένας εβραιοϊσραηλινός κρατικός λαός, ο οποίος προσδιορίστηκε με εξαιρετικά αμφιλεγόμενο τρόπο και το ενοποιητικό στοιχείο ταυτότητάς του είχε αντιδραστικό πρόσημο, πολλά υπολειπόμενο της Δυτικής αντίληψης περί ιθαγένειας, αυτήν την οδό ακολούθησαν. Οι αντιδραστικές συνεπαγωγές της κρατικής αυτοσυγκρότησης ήταν γνωστές στον ίδιον τον Τέοντορ Χερτζλ: «Οι απεγνωσμένοι Εβραίοι θα είχαν γίνει όλοι τους αναρχικοί, αν δεν τους τραβούσε ο σιωνισμός με τη σαγήνη του» (παρατίθεται στο Bermann, 1973, σελ. 158). Αναρχικοί δεν έγιναν ποτέ τους, όπως αναρχικοί ούτε έγιναν ούτε θα γίνουν οι Παλαιστίνιοι. Από τη μέχρι τώρα αποτυχία του σχεδίου συγκρότησης σε κράτος δεν διανοίγεται τόσο η προοπτική της χειραφέτησης, όσο μάλλον του εκβαρβαρισμού.

Η χαμένη υπόσχεση της προόδου

Η PLO ιδρύθηκε το 1964 στην πόλη της Ιερουσαλήμ με πρωτοβουλία του τότε προέδρου της Αιγύπτου Νάσερ. Στο πλαίσιο του παναραβικού κινήματος, οι Παλαιστίνιοι όφειλαν να παλέψουν για να επανακτήσουν την «πατρίδα» τους, ενώ παράλληλα ο Νάσερ με αυτό τον τρόπο επεδίωκε να ισχυροποιήσει την ηγετική του θέση στον αγώνα εξουσίας στον αραβικό κόσμο, εκτός των άλλων απέναντι στο Ιράκ ή τον Χατζί Αμίν αλ Χουσεΐνι [Hajj Amin al-Husseini]15 . Μετά την αποτυχία της στρατηγικής του παναραβικού πολέμου-αστραπή του Νάσερ ενάντια στο Ισραήλ, το οποίο ήδη από το 1967 απέδειξε τη στρατιωτική του υπεροπλία, υπό την ισχυρή επιρροή του πετυχημένου Αλγερινού Μετώπου για την Εθνική Απελευθέρωση [FLN], αναδύθηκε ο ανταρτοπόλεμος ως εστίαση της εθνικοαπελευθερωτικής στρατηγικής. Ο ίδιος ο παναραβικός προσανατολισμός του Νάσερ ήρθε τα πάνω κάτω: δεν ήταν πια η αραβική ενότητα (η οποία έτσι κι αλλιώς δεν ήταν παρά μια υποκρισία) ο δρόμος για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης, αλλά, απεναντίας, η ένοπλη απελευθέρωση της Παλαιστίνης όφειλε να είναι ο δρόμος για την αραβική ενότητα. Η τρομοκρατία και η διπλωματία αποτέλεσαν τις δυο συνήθεις μεθόδους για την επιδιωκόμενη κρατική αυτοσυγκρότηση. Μετά τον πόλεμο του 1967 η Φατάχ κατάφερε να πείσει τόσο τον μονάρχη Φαϊζάλ16 της Σαουδικής Αραβίας όσο και τον Νάσερ να συνεργαστούν πολιτικά· τα δε κράτη του Κόλπου πρόσφεραν αφειδώς οικονομική υποστήριξη. Το 1964 έγινε η πρώτη επίσκεψη της Φατάχ στην Κίνα και το 1968 ταξίδεψε ο Αραφάτ στη Σοβιετική Ένωση· μέσω των Παλαιστίνιων σπουδαστών και εργασιακών μεταναστών ανοικοδομήθηκαν επαφές με πολιτικά κόμματα στη Δυτική Ευρώπη. Με το βλέμμα στραμμένο στη Δύση και την άσκηση επιρροής προς τα έξω, και ενόψει της έναρξης επαφών ανάμεσα στη Φατάχ και το Σοσιαλιστικό Κόμμα Γαλλίας, συντάχθηκε για πρώτη φορά ένα πολιτικό πρόγραμμα. Σύμφωνα με αυτό, προτάσσεται η δημιουργία ενός «δημοκρατικού πολυεθνικού κράτους» στα ιστορικά σύνορα της Παλαιστίνης, ενός «κράτους χωρίς ηγεμόνευση, στο οποίο οι Εβραίοι, οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι θα διαθέτουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα» (παρατίθεται στο Baumgarten, 1991, σελ. 238). Στην επίσημη γλώσσα που χρησιμοποιούσε η Φατάχ αποσκοπώντας στη διπλωματική αναγνώριση απουσίαζε η οποιαδήποτε νύξη αντισημιτισμού και δινόταν για λόγους προπαγάνδας έμφαση στο γεγονός πως πριν τον σιωνιστικό εποικισμό και την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, Εβραίοι και Άραβες ζούσαν μαζί σε αρμονία. Εδώ κι εκεί χρησιμοποιούνταν επιφανειακά οι εκφραστικές μανιέρες της γλώσσας του υπαρκτού σοσιαλισμού. Επί του πρακτέου, αυτές οι διακηρύξεις μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1980 αποκήρυσσαν το Ισραήλ ως ανεξάρτητο και υπαρκτό κράτος.

Η PLO είχε προσδεθεί στο άρμα του μπλοκ του υπαρκτού σοσιαλισμού της ΕΣΣΔ. Διαφοροποιείτο από την ΕΣΣΔ ως προς τον μαχητικό εθνικισμό και την απουσία σοσιαλιστικής ιδεολογίας. Η ΕΣΣΔ από τη μεριά της ήθελε να φέρει την PLO υπό την επιρροή της, κάτι που συνεπαγόταν τη συγκατάθεσή της στη λύση των δύο κρατών. Όταν διαλύθηκε ο υπαρκτός σοσιαλισμός, έχασε και το παλαιστινιακό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα τον μεγάλο του αδελφό, ο οποίος το στήριζε σταθερά σε υλικό αλλά και διπλωματικό επίπεδο.

Από αυτό το σχέδιο εθνικιστικής απελευθέρωσης δεν προέκυψε κανένα αυτόνομο κίνημα. Ενώ κατά τη διάρκεια της Πρώτης Ιντιφάντα του 1987 – 88, ο αγώνας των παιδιών που πετούσαν πέτρες ενάντια στα τεθωρακισμένα άρματα μάχης προσέδωσε στην PLO μια νέα βραχυπρόθεσμη ώθηση στα μάτια του παγκόσμιου κοινού, με τη Δεύτερη Ιντιφάντα ήταν πλέον προφανές ότι ένας άλλος ανταγωνιστής απειλούσε να την πετάξει στο περιθώριο: η ισλαμιστική Χαμάς. Δύο γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας επιτάχυναν τη σχετική αποδυνάμωση της PLO: το τέλος του σοβιετικού αναπτυξιακού καθεστώτος και η νικηφόρα προέλαση του ισλαμισμού. Οι υποσχέσεις ανάπτυξης που έδινε ο εθνικοαπελευθερωτισμός (χρησιμοποιώντας είτε αστική γλώσσα είτε τη γλώσσα του μαρξισμού-λενινισμού του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης17 ) δεν εξαργυρώθηκαν παρά μόνο από ένα ισχνό στρώμα Παλαιστινίων. Το τέλος των ιδεολογιών προόδου του κεφαλαίου, ιδιαίτερη μορφή της οποίας αποτέλεσε η τριτοκοσμική ιδεολογία, θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει μια ευκαιρία. Όμως, απεναντίας, την ασυναρτησία της εθνικής αφύπνισης ακολούθησε στο κατόπι η θρησκευτική. Ο ανορθολογισμός άρχισε να παίρνει τα πάνω του. Αυτό ήταν εμφανές ήδη κατά τη μεγάλη αντιπαράθεση του 1991, στον πόλεμο για μια «Νέα Τάξη Πραγμάτων», όταν η PLO υποστήριξε τον Σαντάμ Χουσεΐν (εκτός των άλλων διότι μεγάλα τμήματα των στρατιωτικών υποδομών της βρίσκονταν στη Βαγδάτη), ο οποίος από τη μεριά του, ενώ είχε εμφανιστεί αρχικά επί ιστορικής σκηνής ως κοσμικός ηγέτης, τότε φάνηκε να ανακαλύπτει το Ισλάμ και την αγάπη του για την Παλαιστίνη.

Η επίλυση των εγκόσμιων προβλημάτων των Παλαιστινίων, όπως η έλλειψη πρόσβασης στην περίθαλψη και η παρεμπόδιση μιας καλής ζωής, πλέον άρχισε να αναζητείται στα ουράνια. Συχνά τέτοια είναι η τροπή των πραγμάτων: ήδη μετά την αποτυχημένη ιρανική επανάσταση, η μόνη διέξοδος που απέμενε για πολλούς περιθωριοποιημένους του Ιράν ήταν η εξουσία των μουλάδων: μια θέση στον παράδεισο και η ευκαιρία να γευτούν το χαλάζι από σφαίρες στον ιρανο-ιρακινό πόλεμο. Ανέκαθεν η εξόντωση, τόσο του άλλου όσο και του εαυτού, γινόταν με τις ευλογίες της θρησκείας.

Η θρησκευτική-φονταμενταλιστική Χαμάς έκανε την εμφάνισή της ως αντίπαλος της PLO κατά τη δεκαετία του 1980: πρόκειται για μια αντιδραστική ισλαμιστική συμμορία, στο χτίσιμο της οποίας κατά της απαρχές της συνέβαλε και το Ισραήλ, με σκοπό την αποδυνάμωση του ισχυρού και διεθνώς δρώντος αντιπάλου τoυ, της PLO. Καθώς στα μάτια πολλών Παλαιστινίων η κοσμική Φατάχ κατέληξε να διαχειρίζεται τις οικονομικές υποθέσεις των αστικών τζακιών και η διαφθορά εντός της ήταν διαδεδομένη, κατά το μέσο της δεκαετίας του 1990 πολλοί Παλαιστίνιοι στράφηκαν προς τη Χαμάς, η οποία σε σχέση με τη μαφιόζική και διεφθαρμένη ελίτ της Φατάχ και την κλίκα γύρω από τον Αραφάτ έμοιαζε λιγότερο «παρακμιακή»· έτσι κατάφερε το 2006, ένα χρόνο δηλαδή μετά την απόσυρση του Ισραήλ από τη Γάζα, να κερδίσει τις εκλογές στη Λωρίδα της Γάζας. Η απουσία προοπτικής, το αίσθημα ματαίωσης λόγω της έκβασης των ειρηνευτικών διαδικασιών του Όσλο και η θρησκευτική καταστολή έκαναν τα υπόλοιπα. Όμως η Χαμάς γρήγορα αποδείχτηκε πως, εκτός από τη λειτουργία της ως ιδεατού και πρακτικού συνολικού κοινωνικού εργάτη, είναι και συμμορία. Οι μπράβοι της εξαπέλυσαν τρομοκρατικές επιχειρήσεις αρετής και ξεπέρασαν όλους τους ανταγωνιστές τους ως προς τον φόρο αίματος. Οι Παλαιστίνιοι μπορούσαν επομένως να «επιλέξουν» μεταξύ ισλαμιστικών συμμοριών όπως η Χαμάς και η Ισλαμική Τζιχάντ και εθνικιστικών συμμοριών όπως η Φατάχ, οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων του Αλ Άκσα18 και οι υπόλοιπες ψευδο-ΜΛ συμμορίες όπως το PFLP και το DFLP19 . Ο ανορθολογισμός χρησιμοποιήθηκε για προπαγανδιστικούς σκοπούς, αλλά είχε και βαθύτερους αιτίες. Η λατρεία όσων Παλαιστινίων σκοτώθηκαν ως μάρτυρες είναι έκφραση μιας ανορθολογικής τάσης, στην οποία όσοι πλεονάζουν αφιερώνουν τη ζωή τους σε ένα αυτοκτονικό πρόγραμμα, όπου η ευτυχία και η αναγνώριση υπάρχουν μόνο στην άλλη ζωή.

Αυτό γίνεται ξεκάθαρο αν συγκρίνουμε την Ιντιφάντα του 1987 – 88 με τη δεύτερη Ιντιφάντα του 2000, την όχι άδικα αποκαλούμενη και Ιντιφάντα Αλ-Άκσα. Η «εξέγερση του πετροπόλεμου» που ξέσπασε κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ακολουθούσε ως προς το περιεχόμενο και τον τρόπο που εκδηλώθηκε τους ξεσηκωμούς της νεολαίας των γκέτο στη Βόρεια Ιρλανδία, τη Νότια Αφρική και αλλού, μένοντας μακριά από τη λογική και τη στρατηγική που διακρίνει τις χορογραφίες των διαταξικών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, τα οποία συνήθως ταλαντεύονται ανάμεσα στη διπλωματία και την τρομοκρατία. Οι μορφές αγώνα που κυριάρχησαν στην Πρώτη Ιντιφάντα ήταν το στήσιμο οδοφραγμάτων, οι επιθέσεις με μολότοφ και ο πετροπόλεμος, οι μαχητικές διαδηλώσεις και οι απεργίες. Χρήση πυροβόλων όπλων δεν έγινε και απουσίαζαν εντελώς οι επιθέσεις αυτοκτονίας. Κατά τη διάρκεια της Ιντιφάντα, η Ιορδανία έχρισε για πρώτη φορά την PLO ως «μοναδική δύναμη εκπροσώπησης του παλαιστινιακού λαού» αναβαθμίζοντάς την, και παραιτήθηκε από τις διεκδικήσεις της στη Δυτική Όχθη. Σύμφωνα με ορισμένους παρατηρητές, αυτό σηματοδότησε μια προσπάθεια να τεθεί η Ιντιφάντα ως αυτόνομο κίνημα υπό τον έλεγχο της PLO. Πράγματι, αν εξαιρέσουμε τους τρεις πρώτους μήνες, το κίνημα γρήγορα καταλήφθηκε και κυριαρχήθηκε από πολιτικά κόμματα, χωρίς να έρθει σε ρήξη με την εθνικιστική λογική. Οι πολιτικές οργανώσεις, όπως η Φατάχ, το PFLP και το DFLP, έθεσαν την αρχικά αυθόρμητα δημιουργημένη «Λαϊκή Επιτροπή» υπό τις φτερούγες τους. Ταυτόχρονα, μέσα στην εξέγερση οι ισλαμιστές της Χαμάς κατάφεραν να επικρατήσουν έναντι των άλλων τάσεων. Στα κατεχόμενα, και ιδίως στη Γάζα, η Χαμάς έδρασε ως αντεπαναστατικό στοιχείο ενάντια στην ανεξάρτητη οργάνωση των γυναικών εντός των «τοπικών λαϊκών επιτροπών», οι οποίες συχνά δρούσαν πολιτικά, συμμετέχοντας και στα οδοφράγματα, καθώς οι άνδρες και τα παιδιά τους βρίσκονταν ήδη στη φυλακή. Στις αρχικές φάσεις της Ιντιφάντα οι γυναίκες αγωνίστηκαν για να αποκτήσουν ισχυρότερη θέση στη δημόσια σφαίρα, ο δε αριθμός των γυναικοκτονιών λόγω προσβολής της «οικογενειακής τιμής» έπεσε σχεδόν στο μηδέν· τα κορίτσια έπαψαν να παντρεύονται σε τόσο νεαρή ηλικία ή να εξαναγκάζονται σε γάμο. Αυτή όμως η φάση κατά την οποία αναπτύχθηκαν ανεξάρτητες επιτροπές γειτονιάς, γυναικών και υγειονομικής περίθαλψης δεν διήρκεσε πολύ.

Οι οργανώσεις της PLO φρόντισαν σύντομα να επιβληθεί ένας καταμερισμός εργασιών εντός του αγώνα: οι κλίκες των ανδρών σχημάτισαν στρατιωτικές μονάδες και τους ανατέθηκε ο εντοπισμός, η ανάκριση και η θανάτωση τυχόν συνεργατών του Ισραήλ, ενώ στις γυναίκες ανατέθηκε ο παραδοσιακός ρόλος επιτέλεσης των εκτεταμένων οικιακών εργασιών. Η PLO, συμπεριλαμβανομένης της «μαρξιστικής» PFLP, απαγόρευσε τις αμβλώσεις και τις μεθόδους αντισύλληψης, καθώς καθήκον των Παλαιστίνιων γυναικών ήταν να γεννούν παιδιά.

Ήδη από το καλοκαίρι του 1988 η Χαμάς κινητοποιήθηκε με εκστρατείες υπέρ της χρήσης της μαντίλας για τις γυναίκες, μέσω συνθημάτων, ανακοινώσεων και, στο τέλος, με ανοιχτή τρομοκρατία. Οι εθνικιστικές οργανώσεις έβαλαν το θέμα της μαντίλας σε δεύτερη μοίρα για να διατηρήσουν τη συμμαχία με τη Χαμάς. Προς τα τέλη του 1988 έγινε πραγματικότητα η επιβολή της μαντίλας στη Γάζα, τον δε έλεγχο της ορθής χρήσης της ανέλαβαν σταδιακά οι φονταμενταλιστές της Χαμάς.

Αυτή η κοινωνική οπισθοδρόμηση φάνηκε και κατά τη Δεύτερη Ιντιφάντα του 2000: Η νέα γενιά των Παλαιστινίων εφορμούσε ενάντια στα ισραηλινά φυλάκια με μια τρομαχτική περιφρόνηση για τον θάνατο. Αυτός ο ακτιβισμός βρίσκει έρεισμα στην ιδεολογία του μάρτυρα, η οποία, ωστόσο, στοιχειώνει με την παρουσία της το παλαιστινιακό κίνημα εδώ και αρκετό καιρό. Ο συμβολισμός του αίματος ήταν πάντα όψη της ίδρυσης κράτους —και δεν υπάρχει γέννηση πιο αιματηρή από τη γέννηση ενός κράτους· παρά ταύτα, τούτη η θρησκευτικά υποκινούμενη τρομοκρατία, η οποία αποδέχεται μέχρι και την αυτοεξόντωση, αποτελεί έκφραση μιας διεθνούς τάσης προς τον πλήρη αντιδιαφωτισμό.

Κατά τη διάρκεια της Ιντιφάντα Αλ-Άκσα, μαχητές οπλισμένοι με Καλάσνικοφ πυροβολούσαν πίσω από τα παιδιά που πετούσαν πέτρες —δραστηριότητα που ήταν από στρατιωτικής απόψεως χωρίς σκοπό— προς την κατεύθυνση των οικισμών. Αυτός είναι επίσης ο συμβολισμός της απώθησης και της δολοφονίας —με άλλα λόγια, ο συμβολισμός της ίδρυσης κράτους. Στην πρώτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα, αυτή η ανορθολογική τάση ριζοσπαστικοποιήθηκε περαιτέρω από τη Χαμάς και άλλες θρησκευτικές συμμορίες. Ειδικά οι βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας δείχνουν ότι ένα πρόγραμμα αχαλίνωτου ανορθολογισμού, που συνδυάζει την εξόντωση του εαυτού και των άλλων με τις σεξιστικές πατριαρχικές υποσχέσεις για τη μετά θάνατον ζωή, είχε μια σχετική απήχηση σε ορισμένους από αυτούς που έμειναν πίσω στα κατεχόμενα εδάφη (και όχι μόνο σε αυτούς). Μόνο επιφανειακά φαίνεται ο ισλαμισμός να ενσαρκώνει ένα βαθύ θρησκευτικό πιστεύω. Δεν είναι τυχαίο ότι η αγκίστρωση των τζιχαντιστών σε ένα προφανώς θαμμένο, αν όχι φαντασμαγορικό, θεμέλιο βρίσκει την κατάληξή του σε δολοφονίες και αυτοκτονίες —με άλλα λόγια, στο τίποτα. Δεν είναι πια η πέτρα ή το Καλάσνικοφ που συμβολίζει τη φαινομενική αυτοενδυνάμωση, αλλά η ζώνη με τα εκρηκτικά, δηλαδή μια συνθήκη κατά την οποία ακόμη και ο ίδιος ο θάνατος είναι εξαρχής κάτι το αποδεκτό, και οι αυτοσχέδιες ρουκέτες που ανάλογα με την πολιτική περίσταση εκτοξεύονται ενάντια στο Ισραήλ.

Χωρίς φως στην άκρη του τούνελ: Γάζα

Τι είναι η Γάζα; 1,8 εκατομμύριo άνθρωποι εγκλωβισμένοι γύρω από τσιμεντένια τείχη, τεράστιους φράχτες και μια θάλασσα από την οποία απαγορεύεται ο απόπλους πέρα από τα πρώτα λίγα χιλιόμετρα. Δεν υπάρχει ούτε λιμάνι ούτε αεροδρόμιο. Όλα τα συνοριακά περάσματα είναι σφραγισμένα εδώ και χρόνια —δεν τίθεται θέμα ελεύθερης μετακίνησης και ελεύθερου ταξιδιού. Το 60% των Παλαιστινίων στη Γάζα είναι άνεργοι και εντελώς εξαθλιωμένοι. Ο αποκλεισμός που επιβάλλουν από κοινού το Ισραήλ και η Αίγυπτος από το 2007, ο οποίος αυστηροποιήθηκε ιδιαίτερα μετά το πραξικόπημα του αυταρχικού στρατού στην Αίγυπτο, ο οποίος χρησιμοποίησε ωμή βία κατά της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, επιδεινώνει δομικά τις δυνατότητες εφοδιασμού και εμποδίζει την ανεξάρτητη οικονομική ανάπτυξη στη Γάζα. Κάτω από τη Γάζα απλώνεται ένα εκτεταμένο σύστημα από συνολικά δύο χιλιάδες σήραγγες, μερικές από τις οποίες έχουν ύψος μόλις κάποια μέτρα, ενώ άλλες έχουν ύψος που επιτρέπει τη διέλευση φορτηγού και είναι κατασκευασμένες από σκυρόδεμα. Η πλειονότητα των σηράγγων χρησιμοποιείται για εμπορικούς σκοπούς, ενώ μια μειονότητα, η οποία απλώνεται προς το Ισραήλ, χρησιμοποιείται για στρατιωτικούς-τρομοκρατικούς σκοπούς. Οι περίπου χίλιες οχτακόσιες σήραγγες λαθρεμπορίου προς την Αίγυπτο χρησιμοποιούνται κυρίως για σκοπούς εφοδιασμού.

Όταν Παλαιστίνιοι μαχητές ανατίναξαν τον Ιανουάριο του 2008 ένα τμήμα του συνοριακού τείχους με την Αίγυπτο, μήκους πολλών εκατοντάδων μέτρων, και πολλές χιλιάδες Παλαιστίνιοι πέρασαν τα σύνορα προς τη γειτονική αιγυπτιακή επαρχία, στο Ισραήλ ακούστηκαν φωνές που ζητούσαν να περάσει η ευθύνη για τον εφοδιασμό του 1,5 εκατομμυρίου κατοίκων της Λωρίδας της Γάζας και πάλι στην Αίγυπτο, όπως συνέβαινε μέχρι το 1967. Η Γάζα αποτελεί ενόχληση. Τον Νοέμβριο του 2010, οργανώσεις αρωγής όπως η Διεθνής Αμνηστία και η Medico International απηύθυναν έκκληση στη διεθνή κοινότητα για τον άμεσο τερματισμό του αποκλεισμού της Γάζας. Διατύπωσαν την ένσταση ότι το εμπορικό εμπάργκο στη Λωρίδα της Γάζας δεν έχει αρθεί και ότι διαπιστωνόταν έλλειψη υλικών, κυρίως για τις εργασίες ανοικοδόμησης. Επιπλέον, ο πληθυσμός περιορίζεται σημαντικά στην ελευθερία μετακίνησής του και, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, εξαρτάται κατά 80% από τις εξωτερικές προμήθειες βοήθειας. Σύμφωνα με υπολογισμούς του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO), το 2006 το 81% του 1,5 εκατομμυρίου κατοίκων της Λωρίδας της Γάζας ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του FAO, το 70% του πληθυσμού της Γάζας δεν ήταν σε θέση να καλύψει τις καθημερινές του ανάγκες σε τρόφιμα χωρίς πρόσθετη βοήθεια και είχε πρόσβαση σε νερό μόνο για δύο με τρεις ώρες την ημέρα.

Ο Τζεφ Χάλπερ [Jeff Halper], από τις Ισραηλινές Επιτροπές Κατά των Κατεδαφίσεων Σπιτιών (ICAHD), εξηγεί ότι η σύγκριση μεταξύ των στρατιωτικοποιημένων θύλακων της Γάζας και της Δυτικής Όχθης με το καθεστώς απαρτχάιντ της Νοτίου Αφρικής είναι εσφαλμένη: ενώ εκεί επρόκειτο για τον οξύτατο έλεγχο και την επιτήρηση της μαύρης εργατικής τάξης, η οποία έπρεπε να εργάζεται (υπό οποιεσδήποτε άθλιες συνθήκες), η ισραηλινή πολιτική κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή προς την κατεύθυνση να εμποδίζει τους Παλαιστίνιους από το να εργάζονται, με τον αποκλεισμό από την εργασία να προστίθεται στον νομικό αποκλεισμό. H ιδέα του Χάλπερ, σύμφωνα με την οποία η πολιτική αποκλεισμού του Ισραήλ δημιουργεί μια ακόμη χειρότερη κατάσταση διαβίωσης για τους Παλαιστίνιους από ό,τι ίσχυε στο απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής για τον μαύρο πληθυσμό, δεν είναι ορθή. Το Ισραήλ δεν είναι καθεστώς απαρτχάιντ, ακόμη και αν υπήρξαν πρόσφατα φήμες για τέτοιες σκέψεις. Στα μέσα Μαΐου του 2015, το ισραηλινό Υπουργείο Άμυνας εξέδωσε διάταγμα σύμφωνα με το οποίο οι Άραβες και οι Εβραίοι θα πρέπει να ταξιδεύουν στο μέλλον με ξεχωριστά λεωφορεία στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη. Ωστόσο, η «δοκιμαστική φάση» των τριών μηνών, κατά την οποία όλοι οι Παλαιστίνιοι που εργάζονται στο Ισραήλ με ειδική άδεια δεν θα μπορούσαν πλέον να κάθονται δίπλα σε εποίκους στο ταξίδι της επιστροφής, σταμάτησε από τον Νετανιάχου την επόμενη κιόλας ημέρα μετά από διεθνή κατακραυγή.

Μεγαλύτερη σημασία έχει ωστόσο η παρακάτω επισήμανση στην οποία προβαίνει ο Χάλπερ: αυτό που προσδιορίζει την πραγματικότητα στην οποία ζουν πολλοί προλετάριοι Παλαιστίνιοι υπό την ισραηλινή κατοχή ή στα αυτόνομα παλαιστινιακά εδάφη, με άλλα λόγια στα εδάφη που βρίσκονται υπό τον έλεγχο της Χαμάς, είναι ο αποκλεισμός από την εργασία και όχι η ιεραρχική αξιολογική τοποθέτηση εντός μιας ρατσιστικά διαστρωματωμένης αγοράς εργασίας. Πράγματι, εξαιτίας της υπερπροσφοράς εργασιακής δύναμης, οι μη ισραηλινοί Παλαιστίνιοι είναι πλέον περιττοί. Έτσι μετατρέπονται σε πρόβλημα, που πρέπει καταρχήν να ξορκίσει κανείς με όρους πολιτικών ασφαλείας. Όσο πιο περιττή είναι η εργασιακή δύναμη, τόσο πιο έντονα παίρνει τη θέση της ελεγχόμενης αξιοποίησης ο έλεγχος και η φύλαξη.

Όσο περισσότερο πλεονάζει κανείς, τόσο δεκτικότερος γίνεται στον ανορθολογισμό κάθε είδους. Τα αντιχειραφετητικά σχήματα επεξεργασίας της πραγματικότητας που είναι άμεσα διαθέσιμα σε τέτοιες απομονωμένες περιοχές όπου διαβιούν όσοι πλεονάζουν είναι προφανή. Η θέση του Μάικ Ντέιβις, σύμφωνα με την οποία ο θεός πέθανε στις παλιές πόλεις της βιομηχανικής επανάστασης για να αναστηθεί στις μεταβιομηχανικές ή μη βιομηχανοποιημένες πόλεις του Τρίτου Κόσμου, βρίσκει εδώ την επιβεβαίωσή της (Davis, 2011, σελ. 11). Και πράγματι, στις φτωχογειτονιές ο Μαρξ έχει εγκαταλείψει τη σκηνή και το πάνω χέρι έχει πάρει ο Μωάμεθ —ο σταλινικοποιημένος και εθνικοποιημένος Μαρξ των PFLP και DFLP πλέον δεν παίζει σχεδόν κανένα ρόλο· οι δυνάμεις που πρωτοστατούν είναι οι ισλαμιστικές συμμορίες όπως η Χαμάς, η οποία πάντως σε σχέση με τους Σαλαφιστές ή την Ισλαμική Τζιχάντ συνεχίζει να διακρίνεται από πραγματισμό.

Η Χαμάς είναι ένα αμφίσημο φαινόμενο. Ενώ στις απαρχές της είχε τις ρίζες της στην ισλαμιστική-αντισημιτική παράδοση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και εμφανίστηκε διεκδικώντας ολόκληρη την Παλαιστίνη, κατά περίσταση αναπτύσσει μια ρεαλιστική επιχειρηματολογία και περιστασιακά δείχνει πρόθυμη να έρθει σε διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ. Απειλείται ταυτόχρονα από τις πιο ακραίες αντίπαλες οργανώσεις των Σαλαφιστών και του Ισλαμικού Κράτους και, παρότι είναι σουνιτική, υποστηρίζεται λεκτικά και, ανάλογα με την κατάσταση, υλικά από τον σιιτικό κρατικό ισλαμισμό του Ιράν, ο οποίος επιδιώκει την αναγνώρισή του στην παγκόσμια κοινότητα. Μια απόπειρα ευθυγράμμισης με τον βάρβαρο ανορθολογισμό του Ισλαμικού Κράτους του ISIS είναι νοητή, αν και δύσκολα πραγματοποιήσιμη. Η κυρίαρχη φράξια της Χαμάς πρέπει να ακολουθεί άλλες οδούς από αυτές που μπορεί να ακολουθήσει μια μόνιμα κινητοποιημένη συμμορία άσκησης τρομοκρατίας και βίας. Υποστήριξη σε διεθνές επίπεδο λάμβανε η Χαμάς καταρχήν από τους Σαουδάραβες και το Ιράν, και στη συνέχεια πρωτίστως από το Κατάρ.

Και στη Λωρίδα της Γάζας ο ισλαμισμός βασίζεται σε μια ευσεβή μεσαία τάξη που έχει μια σχέση με τα ζητήματα της φτώχειας και της κοινωνικής δικαιοσύνης που δεν είναι απλώς εργαλειακή. Επιλύει το ζήτημα της «κοινωνικής δικαιοσύνης» στο πλαίσιο μιας ερμηνείας του Κορανίου, σύμφωνα με την οποία η εξέγερση των φτωχών ή ακόμη και η ταξική πάλη αναστέλλεται πλήρως, ή ακόμη προσδιορίζεται ως βλασφημία, και στη θέση της απεργίας, της εξέγερσης και της ταξικής πάλης προτάσσεται ένας κοινωνικά ειρηνικός κανόνας μουσουλμανικής αλληλοκατανόησης μεταξύ όλων των τάξεων.

Ακόμη και οι Ναζί, με την Οργάνωση Χειμερινής Αρωγής και το Γερμανικό Εργατικό Μέτωπο, δεν είχαν μια σχέση με το «κοινωνικό ζήτημα» που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απλώς εργαλειακή, όπως ισχυρίζονταν οι αριστεροί ρεφορμιστές και οι σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι είχαν την εντύπωση πως διαθέτουν κατ’ αποκλειστικότητα το δικαίωμα ενασχόλησης με το κοινωνικό ζήτημα. Απεναντίας, το «κοινωνικό» ξεπεράστηκε πλήρως μέσα στην εθνική ιδεολογία της εθνολαϊκής κοινότητας (χωρίς φυσικά να ξεπεραστούν οι ίδιες οι ταξικές δομές), σύμφωνα με την οποία η ταξική πάλη είναι σε όλες τις περιπτώσεις επιζήμια.

Αυτή η αντεπαναστατική διάσταση του κοινωνικού στον ισλαμισμό περνά συχνά απαρατήρητη, και όχι μόνο από εκείνους που έχουν ανάγκη από βοήθεια και προστασία. Επιτρέπει στον ισλαμισμό να πετυχαίνει υψηλά επίπεδα κινητοποίησης ενός πληθυσμού που έχει εκτραπεί από την πορεία του. Ωστόσο, παρά την εκλογική της επιτυχία το 2006, η υποστήριξη της Χαμάς είναι μικρότερη από ό,τι γενικά θεωρείται. Το 2007 ξέσπασε μια διαπάλη εξουσίας μεταξύ της Φατάχ και της Χαμάς, κατά την οποία οι άλλες ομάδες (από ανταγωνιστικές τζιχαντιστικές ομάδες μέχρι κοσμικές) αντιτάχθηκαν επίσης στη Χαμάς. Ωστόσο, οι διαμαρτυρίες πνίγηκαν στο αίμα και πολλοί αντίπαλοι της Χαμάς πετάχτηκαν στη φυλακή, όπου υποβάλλονται επανειλημμένα σε βασανιστήρια και αποτελούν διαπραγματευτικό χαρτί έναντι των οικογενειών τους. Στον απόηχο της Αραβικής Άνοιξης εμφανίστηκε στο Facebook ένα κάλεσμα με σαφή προσανατολισμό από νεαρούς Παλαιστίνιους στη Γάζα, στο οποίο εκφραζόταν με ξεκάθαρο τρόπο η επιθυμία να πάει τόσο η Χαμάς όσο και το Ισραήλ στο διάολο, όμως αυτή η αντικαθεστωτική σπίθα γρήγορα έσβησε.

Κατά τις παραμονές του τελευταίου πολέμου γινόταν λόγος για αποστασιοποίηση του πληθυσμού από τη Χαμάς. Το ίδιο δείχνουν και τωρινές αναφορές. Αυτό δείχνει πως ο πληθυσμός δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί πως ταυτίζεται με τους κυρίαρχους στη Λωρίδα της Γάζας. Ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος πως συμμορίες πέραν της Χαμάς θα δώσουν και πάλι το έναυσμα για έναν ακόμη καταστροφικό πόλεμο, προχωρώντας σε προκλήσεις μέσω εκτοξεύσεων πυραύλων. Ούτε μπορεί να αποκλειστεί ότι η Χαμάς, μπροστά σε προβλήματα εσωτερικής πολιτικής, δεν θα προσπαθήσει για άλλη μια φορά να μετατρέψει την κοινωνική δυσαρέσκεια σε πόλεμο προς τα έξω, εναντίον του Ισραήλ, διεξάγοντας έτσι έναν πόλεμο που είναι αδύνατον να κερδίσει. Το 2014, ωστόσο, η τζιχαντιστική πλευρά του πόλεμου των ρουκετών είχε χαθεί για τη Χαμάς στην ίδια της τη χώρα —και έπρεπε να διαπραγματευτεί ορθολογικά ό,τι φαινόταν διαπραγματεύσιμο: το άνοιγμα των συνόρων για τα εμπορεύματα, η εμπορική λειτουργία και προς τις δύο κατευθύνσεις, καθώς και η προοπτική δημιουργίας ενός δικού της λιμανιού και αεροδρομίου ήταν τελικά τα τελευταία αιτήματα της Χαμάς στις διαβουλεύσεις για την κατάπαυση του πυρός. Μήπως αποτελούν ήδη έκφραση ενός κουρασμένου πληθυσμού, ο οποίος σε πρόσφατες αναφορές (Ιούνιος 2015) εκφράζει επίσης τη δυσαρέσκειά του για τις πολιτικές της διοίκησης της Χαμάς; Θα κυριαρχήσει η ανορθολογική νοσταλγία για τον παράδεισο και το μίσος για το Ισραήλ ή μπορεί να αρθρωθεί η δικαιολογημένη επιθυμία για πρόσβαση σε αγαθά και υλική ασφάλεια έναντι των κυβερνουσών δυνάμεων; Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, ένας στους δύο Παλαιστίνιους στη Λωρίδα της Γάζας θέλει απλώς να φύγει από την περιοχή.

Για τον διεθνισμό και την οικουμενικότητα

Ως προς την κατάσταση στη Γάζα θα συμφωνήσουμε με την «Αόρατη Επιτροπή» όταν γράφει πως το κεφάλαιο δεν επιχειρεί

να επιβάλει στον κόσμο τον ίδιο βηματισμό με το μαστίγιο της προόδου αλλά, αντίθετα, τον αφήνει να τεμαχιστεί σε ζώνες άντλησης υψηλής υπεραξίας και σε εγκαταλελειμμένες ζώνες, σε πεδία πολέμου και χώρους ειρήνευσης. Από τη μία η βορειοανατολική Ιταλία και από την άλλη η Καμπανία, η οποία χρησιμεύει στο να υποδέχεται τα σκουπίδια της πρώτης. Από τη μία η Σοφία-Αντίπολις και από την άλλη το Βιλιέ-λε-Μπελ. Η Σίτυ και το Νότινγκ Χιλ, το Τελ Αβίβ και η Λωρίδα της Γάζας […] Υπάρχουν ζωές που μετρούν και ζωές που δεν μπαίνουν καν στο λογαριασμό (Αόρατη Επιτροπή, 2021, σελ. 174).

Εκεί που η «Αόρατη Επιτροπή» πέφτει εντελώς έξω είναι στον τρόπο που αποτιμά την πλειάδα ανταγωνιζόμενων ένοπλων συμμοριών με φανταχτερά ονόματα όπως Ταξιαρχίες αλ-Κασάμ, Σαράγια αλ-Κουντς, Ισλαμική Τζιχάντ, Ταξιαρχίες των Μαρτύρων του Αλ-Άκσα και Τανζίμ αλ-Φατάχ20 . Η Αόρατη Επιτροπή επευφημεί την αποτελεσματικότητα και τον απρόβλεπτο χαρακτήρα των ενεργειών στις οποίες επιδίδονται αυτές οι ομάδες, επειδή δρουν διάχυτα και αγωνίζονται να ξεπεράσουν η μία την άλλη· έτσι, παραμένουν ένα ακατανόητο φαινόμενο για το αντίπαλο Ισραήλ. Η Αόρατη Επιτροπή εξυμνεί τον ανταγωνισμό που διεξάγεται ως προς τις ένοπλες επιχειρήσεις ανάμεσα σε αυτές τις συμμορίες ως μοντέλο για την εξέγερση που έρχεται: «Το ότι αποδεχόμαστε ακόμα και μεταξύ μας τον εμφύλιο πόλεμο δεν συμβαίνει μόνο επειδή είναι η σωστή στρατηγική που θα οδηγήσει τις επιθέσεις της αυτοκρατορίας σε αποτυχία. Συμβαίνει, προπάντων, επειδή είναι συμβατό με την εικόνα που έχουμε για τη ζωή» (Αόρατη Επιτροπή, σελ. 162). Ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των συμμοριών ως ιδέα για μια καλύτερη ζωή —τούτη η σύλληψη της «Αόρατης Επιτροπής» φανερώνει τον βαθμό της οπισθοδρόμησης που χαρακτηρίζει τις ιδέες περί απελευθέρωσης αναφορικά με δρώντες φορείς της Εγγύς Ανατολής. Ένας εμφυλιοπολεμικός μηδενισμός τέτοιου φυράματος δεν είναι παρά μια αιματηρή φάρσα, η οποία έρχεται στο κατόπι της τραγωδίας της εξιδανίκευσης των κολεκτιβιστικών κιμπούτς εκ μέρους των αναρχικών, οι οποίοι αδυνατούσαν να δουν τη στρατιωτική και αποικιοκρατική λειτουργία που επιτελούσαν τα τελευταία, και ενός κίβδηλου αντιιμπεριαλιστικού πιστεύω. Η «εμπιστοσύνη που δόθηκε στον Λαϊκό Πόλεμο», όπως το έθεσε ένας κριτικός πρώην μαοϊκός το 1980, ήταν «μια δύναμη που όχι μόνο θα άνοιγε νέους δρόμους κοινωνικής επανάστασης, αλλά υποτίθεται ότι θα ανέπτυσσε και μια δική της δυναμική, η οποία τελικά θα στρεφόταν και ενάντια σε πιθανούς νέους αφέντες και εξαρτήσεις» (Tautfest, 1980, σελ. 114).

Όμως, εξαιρώντας το σύντομης διάρκειας κίνημα πλατειών του 2011 – 2012, το οποίο έθεσε κοινωνικά ζητήματα όπως η εκτόξευση του ύψους των ενοικίων και η άνοδος του κόστος των ειδών άμεσης διαβίωσης, θα λέγαμε μάλλον πως οι κυρίαρχες τάσεις στο Ισραήλ και τα παλαιστινιακά εδάφη είναι περισσότερο μοντέλα προς αποφυγή, στα οποία προεικονίζεται ένα ζοφερό μέλλον.

Εντέλει, στη προπαγάνδα της παγκόσμιας Τζιχάντ η μυθοποιημένη «Παλαιστίνη», η οποία πρέπει να απελευθερωθεί, παίζει θεμελιώδη ρόλο. Με τη μορφή του Ισλαμικού Κράτους η παγκόσμια Τζιχάντ δεν απειλεί μόνο την ασφάλεια του Ισραήλ με πρωτοφανή τρόπο, αλλά και τις ζωές των απανταχού Εβραίων, σε έκταση που είχαμε να δούμε από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι διαξιφισμοί στην Εγγύς Ανατολή δεν περιορίζονται τοπικά· ο αντεπαναστατικός ψευδοανταγωνισμός του «Μουσουλμάνου εναντίον του Εβραίου» περιφέρεται ανά την υφήλιο και διεισδύει στους μεταναστευτικούς πληθυσμούς που αισθάνονται να τους ενώνουν δεσμοί με τους Παλαιστίνιους, με αποτέλεσμα να εξαπλώνεται όχι απλά το μίσος ενάντια στο κράτος του Ισραήλ αλλά και ένας ισλαμοποιημένος αντισημιτισμός. Τόσο οι αριστεροί που παρελαύνουν φολκλορικά σε διαδηλώσεις υπέρ της Παλαιστίνης όσο και εκείνοι που ανεμίζουν ισραηλινές σημαίες στη Γερμανία έχουν παραιτηθεί από το να συντάσσονται με τον πραγματικό ανταγωνισμό. Ακόμα και αν ισχύει πως εντός των κόλπων της γερμανόφωνης Αριστεράς τόσο η τάση των Αντιντόιτσε [Antideutschen] όσο και ο εθνικοαπελευθερωτισμός βρίσκονται σε υποχώρηση, η πλειοψηφία της Αριστεράς δεν μπορεί να πείσει τον εαυτό της να υιοθετήσει μια διεθνιστική και οικουμενική θέση που να θέτει στο επίκεντρο την ταξική πάλη —ταξική πάλη η οποία επί του παρόντος παραμένει σε καταστολή, όμως ως δυνατότητα συνεχίζει να ενυπάρχει— και να παίρνει ξεκάθαρα θέση ενάντια στις πολεμικές δολοφονίες στην Εγγύς Ανατολή. Για παράδειγμα, η συμμετοχή σε μια αντιμιλιταριστική διαδήλωση από Ισραηλινούς και άλλους στο Βερολίνο προς τα τέλη του Ιουλίου του 2014 είχε μια συμμετοχή περίπου τριακοσίων ατόμων.

Κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου στη Γάζα, δεν ήταν μόνο ο αστικός Τύπος που ομονοούσε ως προς το ότι μια λεκτική προσβολή είναι χειρότερη από έναν βαρύ τραυματισμό ή ακόμη και από τον θάνατο που προκαλούν οι βόμβες. Ο πόλεμος του Ισραήλ κατά του παλαιστινιακού άμαχου πληθυσμού που πυροδότησαν οι ενέργειες της Χαμάς, ο οποίος οδήγησε σε δύο χιλιάδες θανάτους και δεκάδες χιλιάδες τραυματισμούς, θεωρείται ένας αμυντικός πόλεμος ήσσονος βαρύτητας, ενώ ένα αντιεβραϊκό σύνθημα αποτελεί σκάνδαλο που προκαλεί την πολιτισμένη Δύση και την ηθική της συνολικά. Όπως είναι φυσικό, είτε ως προς τον ωραίο και πολιτικά ορθό κόσμο των μητροπόλεων είτε όχι, η ατελεύτητη σύγκρουση Ισραήλ–Παλαιστίνης έχει αρνητικές επιπτώσεις που παγκοσμιοποιούνται.

Κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου ένα μεγάλο μέρος των γερμανικών ΜΜΕ αυτοστιγμεί προέβη στην αιωνίως διαθέσιμη δήλωση πως το Ισραήλ δεν κάνει άλλο από το να υπερασπίζεται νομίμως τα συμφέροντα ασφαλείας του. Καθώς ο αντισημιτισμός έκανε την εμφάνισή του στις διαδηλώσεις υπέρ της Παλαιστίνης στη Γερμανία και το σφοδρό αντιεβραϊκό μίσος αρθρωνόταν πραγματικά και γινόταν απειλή για τους Εβραίους, όπως στη Γαλλία, στις φυλλάδες εμφανίζονταν γενναιόψυχες παρεμβάσεις, όπως για παράδειγμα μια σύντομη ιστοριογραφία του γερμανικού αντισημιτισμού από τον Λούθηρο μέχρι τον Βάγκνερ και τον Χίτλερ —λες και αυτό μας είχε διδάξει κάτι για τη σύγκρουση Ισραήλ–Παλαιστίνης και τον ανορθολογικό-αντιδραστικό τρόπο με τον οποίο αυτή γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας.

Το μόνο που ξεπερνάει την παραπάνω στάση είναι μια ιδιαίτερη γερμανικής κοπής «αριστερή δημοσιογραφία», η οποία διακηρύττει σε υψηλούς τόνους: «Ένας Παλαιστίνιος λιγότερος —ποιο το κακό;» και «Ας τουφεκιστούν όλοι οι αντισημίτες» (Νίτσε). Η ψυχρότητα απέναντι στους Παλαιστίνιους που σφαγιάστηκαν κατά τους επαναλαμβανόμενους πολέμους ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Χαμάς ρίχνει φως στην επιδεικτική φιλία της Αριστεράς προς το Ισραήλ, η οποία δεν διαφέρει από το μεταφασιστικό φιλοσημιτικό habitus της μεταπολεμικής κοινωνίας. Στον αντίποδα της παραπάνω στάσης βρίσκεται ο αντισιωνισμός που φουντώνει ξανά και ξανά, αλλά με όλο και μικρότερη λάμψη· είναι ο «σοσιαλισμός των ηλίθιων», και ταυτόχρονα ιδεολογία φθινόντων αριστερών στρωμάτων που μετά την αποτυχία του αντιιμπεριαλισμού αλυσοδένονται με ακόμη μεγαλύτερη απελπισία στα αντιαμερικανικά και αντιισραηλινά αντανακλαστικά του παρελθόντος και αρνούνται συστηματικά την αντιδραστική-αντισημιτική διάσταση της Χαμάς.

Στην κοσμοθεωρία των αντιιμπεριαλιστών, «οι κολασμένοι της γης» δεν μπορούν παρά να πράττουν πάντα το ορθό· μια αφέλεια η οποία παραγνωρίζει συστηματικά πως ο αντισημιτισμός φύεται και εντός των κόλπων των μη προνομιούχων και των μεταναστών, βρίσκοντας πάτημα στον διεθνή ισλαμισμό, όπως δείχνουν οι τρομοκρατικές επιθέσεις στη Γαλλία που πραγματοποιήθηκαν από δράστες με προέλευση τα προάστια.

Από την άλλη, έχουμε τα ανερχόμενα, καιροσκοπικά στρώματα που εμφορούνται από φιλοσημιτισμό και είναι ενθουσιασμένα με το Ισραήλ· μπροστά σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο χαώδης, αυτά τα στρώματα ενοχλούνται περισσότερο από τον κίνδυνο της τρομοκρατίας παρά από τον ιμπεριαλισμό της ασφάλειας που επιλέγει μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Άποψή τους είναι πως οι κολασμένοι της γης είναι καλύτερο να παραμείνουν αυτό που είναι. Αυτοί οι αριστεροί μένουν χωρίς λαλιά μπροστά στο γερμανικό κατεστημένο, το οποίο δήλωσε παρόν στο μάλλον κομφορμιστικό και υπέρ του κράτους του Ισραήλ παρά αντί-αντισημιτικό κάλεσμα «Ας εγερθούμε!», σε μια συστράτευση στην οποία ανταποκρίθηκαν όλοι οι υπέρμαχοι της κοινωνίας των πολιτών με ευσυνειδησία, από το AfD μέχρι την Αριστερά του Γκρέγκορ Γκίζι [Gregor Gysi]21 . Το αξιοσημείωτο ως προς αυτό είναι πως αυτή η υποτιθέμενη ευσυνειδησία παρουσιάζει χρονική υστέρηση σε σχέση με την παγκόσμια κατάσταση και δεν έχει τίποτα να πει για τη συστηματική ρατσιστική περιθωριοποίηση, τον διωγμό και τον θάνατο.

Στην αντι-οικουμενική Αριστερά, τόσο της δήθεν αντιιμπεριαλιστικής όσο και της δήθεν αλληλέγγυας προς το Ισραήλ κοπής, αντικαθρεφτίζονται οι τάσεις αποανθρωποποίησης μεταξύ των αραβικών και τουρκικής καταγωγής μεταναστών προλετάριων, οι οποίοι, γεμάτοι πατριαρχική αυτοπροβολή, φωνάζουν στους δρόμους του Βερολίνου συνθήματα όπως «Εβραίε, Εβραίε, δειλό γουρούνι, βγες έξω και πολέμα ο ίδιος», καθώς και μεταξύ των δραστών των αντιαραβικών πογκρόμ στο Ισραήλ, οι οποίοι διατρανώνουν πανηγυρικά ότι η Γάζα πρέπει να μετατραπεί σε νεκροταφείο και επιδίδονται σε ανθρωποκυνηγητό αντιπολεμικών ακτιβιστών μέσα στην πόλη.

  1. ΣτΜ: ο Μόζες Χες (1812 – 1875) ήταν Γερμανοεβραίος φιλόσοφος, υπέρμαχος του κομμουνισμού και από τους πρωτεργάτες του ρεύματος του εργατικού σιωνισμού. Πριν στραφεί προς τον σιωνισμό είχε σημαντικές συνεισφορές στην κομμουνιστική θεωρία με έργα όπως Σοσιαλισμός και Κομμουνισμός (Hess, 1961), Περί του Χρηματικού Συστήματος (Marx, 2014), κ.α. Συνέβαλε στη μεταστροφή των Μαρξ και Ένγκελς προς τον κομμουνισμό και συμμετείχε στη συγγραφή τμημάτων των χειρόγραφων που συναποτέλεσαν τη Γερμανική Ιδεολογία. Σε δεύτερο χρόνο οι Μαρξ και Ένγκελς του άσκησαν δριμεία κριτική. []
  2. ΣτΜ: ο Τέοντορ Χερτζλ (Herzl Tivadar, πραγματικό όνομα: Benjamin Ze’ev Herzl, 1860 – 1904) ήταν Ούγγρος δημοσιογράφος και συγγραφέας. Θεωρείται ο πατέρας του σύγχρονου πολιτικού σιωνισμού. Ήταν ο ιδρυτής της «Σιωνιστικής Οργάνωσης» και προώθησε τη μετοίκηση των Εβραίων στα εδάφη της Παλαιστίνης και τον σχηματισμό ενός εβραϊκού κράτους. Θεωρείται ο «πνευματικός πατέρας» του κράτους του Ισραήλ. []
  3. ΣτΜ: ο Άρθουρ Μπάλφουρ (1848 – 1930) υπήρξε Βρετανός πολιτικός που διετέλεσε και πρωθυπουργός με τους Συντηρητικούς κατά την περίοδο 1902 – 1905. Το 1917, ως Υπουργός Εξωτερικών, υπέγραψε την ανοιχτή επιστολή, που έκτοτε θα παραμείνει γνωστή ως Διακήρυξη Μπάλφουρ, με την οποία η βρετανική κυβέρνηση τοποθετούνταν ευνοϊκά προς την ίδρυση ισραηλινού κράτους. []
  4. ΣτΜ: ο Άαρον Ντέιβιντ Γκόρντον (1856 – 1922) ήταν στοχαστής του ρεύματος του εργατικού σιωνισμού. Επηρεασμένος από τον Λέον Τολστόι, ο Γκόρντον μετεγκαστάθηκε στην οθωμανική Παλαιστίνη στα 1904 ιδρύοντας τη σιωνιστική οργάνωση Hapoel Hatzair, η οποία ήταν ενεργή στην Παλαιστίνη από το 1905 μέχρι και το 1930, με ένα σοσιαλιστικό και σιωνιστικό πρόγραμμα πασιφιστικής υφής. []
  5. ΣτΜ: ο Μάρτιν Μπούμπερ (1878 – 1965) ήταν Αυστριακός φιλόσοφος εβραϊκής καταγωγής. Σημαντικότερα φιλοσοφικά του έργα είναι το Εγώ και Εσύ (Buber, 2022) και το Πρόβλημα του Ανθρώπου (Buber, 1987). Εμφορείτο από σιωνιστικές ιδέες και αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του ρεύματος του πολιτιστικού σιωνισμού. []
  6. ΣτΜ: ο όρος φελάχος (fallāh) δηλώνει τον αγρότη της Αιγύπτου και κατ’ επέκταση τον αγρότη της Μέσης Ανατολής. []
  7. ΣτΜ: ο Άμπραχαμ Γκρανόφσκι, μετέπειτα Avraham Granot (1890 – 1962) ήταν σιωνιστής ακτιβιστής και σημαίνων πολιτικός του κράτους του Ισραήλ. Ο Γκρανόφσκι ήταν ένας από τους υπογράφοντες της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας του Ισραήλ. []
  8. ΣτΜ: Jischuw, Jischuv ή Jishuv (αποικία) αποκαλούνται οι εβραϊκές κοινότητες που αναπτύχθηκαν στα εδάφη της οθωμανικής και βρετανικής Παλαιστίνης πριν την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. []
  9. Αυτό δείχνουν τα τεκμήρια (που παρατίθενται χωρίς κριτικό σχολιασμό) στο «Antisemit, das geht nicht unter Menschen», το οποίο βρίσκεται στο Mümken, J. & Wolf, S. (2014). []
  10. ΣτΜ: πληροφορίες για την οικογένεια Μπιέλσκι και το ομώνυμο κίνημα αντίστασης που έδρασε στα εδάφη της Λευκορωσίας μπορούν να βρεθούν στο άρθρο Η εβραϊκή αντίσταση των αδερφών Μπιέλσκι και η «Οτριάντ» του Carmelo Lisciotto ( 2017). []
  11. ΣτΜ: η σφαγή του Ντέιρ Γιασίν έλαβε χώρα το 1948 κατά την προέλαση των σιωνιστικών δυνάμεων στα εδάφη της Παλαιστίνης. Σιωνιστικές παραστρατιωτικές ομάδες επέδραμαν στο χωριό Ντέιρ Γιασίν πλησίον της Ιερουσαλήμ και προέβησαν σε μαζικές δολοφονίες, θανατώνοντας εκατόν επτά Παλαιστίνιους, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και παιδιών. Ως γεγονός ήταν σημαντικό, γιατί σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες θηριωδίες του πολέμου σκόρπισε πανικό στους Παλαιστίνιους και συνετέλεσε στο να τραπούν μαζικά σε φυγή από τις περιοχές όπου ζούσαν. []
  12. ΣτΜ: ο Τρίτος Αραβοϊσραηλινός πόλεμος, λεγόμενος και «Πόλεμος των Έξι Ημερών», διήρκεσε από τις 5 ως τις 10 Ιουνίου του 1967. Τον Μάιο του 1967 η Αίγυπτος εκδίωξε τις δυνάμεις του ΟΗΕ από τη χερσόνησο του Σινά, οι οποίες στάθμευαν εκεί από το 1957 (ως συνέπεια της εισβολής του Ισραήλ στο Σινά το 1956) για να ελέγχουν μία ειρηνευτική νεκρή ζώνη. Μετά τις απειλές του Ισραήλ εναντίον της συμμάχου της Συρίας, η Αίγυπτος συγκέντρωσε χίλια τεθωρακισμένα και εκατό χιλιάδες στρατιώτες στα σύνορα, έκλεισε τα στενά του Τιράν σε όλα τα πλοία που έφεραν ισραηλινή σημαία ή μετέφεραν υλικά στρατηγικής σημασίας και κάλεσε τα αραβικά κράτη να απαντήσουν ενωμένα στις προκλήσεις του Ισραήλ. Στις 5 Ιουνίου 1967 το Ισραήλ εξαπέλυσε αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον των αεροπορικών δυνάμεων της Αιγύπτου, φοβούμενο, όπως υποστήριξε, άμεση εισβολή από την Αίγυπτο. Η υπεροχή στον αέρα κατέστρεψε τα περισσότερα αιγυπτιακά αεροσκάφη και επέφερε καθοριστικό πλήγμα στις αιγυπτιακές δυνάμεις, κρίνοντας σε μεγάλο βαθμό την έκβαση του πολέμου, με αποτέλεσμα το Ισραήλ να βγει νικητής από τη σύγκρουσή του με την Αίγυπτο, τη Συρία και την Ιορδανία. Πλέον έχει υπό τον έλεγχό του τη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη και την ανατολική Ιερουσαλήμ, που έως τότε ήταν υπό ιορδανικό έλεγχο, τη Λωρίδα της Γάζας, που ήταν έως τότε υπό αιγυπτιακή κηδεμονία, τα υψίπεδα του Γκολάν στη Συρία και τέλος το αιγυπτιακό Σινά. Ήδη από το καλοκαίρι ξεκινά ο εποικισμός της Δυτικής Όχθης. Μια ακόμα γενιά Παλαιστινίων προσφύγων παίρνει το δρόμο της εξορίας. Διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι ζητούν άσυλο στις γειτονικές χώρες, δίπλα στους σχεδόν ένα εκατομμύριο πρόσφυγες που κατά τις εκτιμήσεις του OHE δημιούργησε η «καταστροφή» του 1948. Μέρος των πραγματολογικών στοιχείων αντλήθηκαν από την υποσημείωση των μεταφραστών της ελληνικής έκδοσης του Πίσω από την Ιντιφάντα του 21ου αιώνα (Aufheben, 2005, σελ. 33). []
  13. (Lebrecht, 1982, σελ. 112). Εν πολλοίς ο Λέμπρεχτ αναπτύσσει θέσεις υπέρ των Αράβων, ερμηνεύοντας τη γένεση της ισραηλινοπαλαιστινιακής σύγκρουσης υπό το πρίσμα της σοβιετικής ιδεολογίας. []
  14. ΣτΜ: διορθώθηκε το σφάλμα του πρωτότυπου που αναφερόταν σε «τριακόσιες πενήντα χιλιάδες». []
  15. ΣτΜ: ο Χατζί Αμίν αλ Χουσεΐνι (1893 – 1974), ήταν μουσουλμάνος θρησκευτικός ηγέτης, Παλαιστίνιος εθνικιστής και προπαγανδιστής αντισημιτικής ιδεολογίας στον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο. Για την επίτευξη των εθνικιστικών σκοπών του συνεργάστηκε με τους Ναζί. Κατάγονταν από αρχοντική οικογένεια της Ιερουσαλήμ. Ήταν γνωστός ως γενικός μουφτής της Ιερουσαλήμ, παρ’ όλο που δεν κατείχε τον επίσημο τίτλο. Το σημαντικότερο του αξίωμα, εκτός του μουφτή της Ιερουσαλήμ, ήταν του Προέδρου του ανώτατου Ισλαμικού Συμβουλίου. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αραβική αντίσταση κατά των σιωνιστικών στόχων στην Παλαιστίνη. Στόχοι του ήταν η ίδρυση μιας παναραβικής συνομοσπονδίας ή κράτους και η εναντίωση στα σιωνιστικά σχέδια εποικισμού. Ανέπτυξε δεσμούς με τους ηγετικούς κύκλους των Ναζί και τους υποστήριξε με ραδιοφωνικές εκπομπές και, κατά το τέλος του πολέμου, με την επιστράτευση εθελοντών. Μετά τον πόλεμο καταζητούνταν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ως εγκληματίας πολέμου, αλλά έμεινε στην Αίγυπτο, όπου του παραχωρήθηκε άσυλο. Από εκεί συνέχισε τη δραστηριότητά του. []
  16. ΣτΜ: ο Βασιλιάς Φαϊζάλ της Σαουδικής Αραβίας (1906 – 1975) ήταν ο τρίτος βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας. Διαδέχτηκε τον Σαούντ της Σαουδικής Αραβίας, αφού πρώτα τον εξανάγκασε σε παραίτηση και τον εξόρισε στην Ευρώπη. Βασίλευσε από τις 2 Νοεμβρίου 1964 μέχρι τις 25 Νοεμβρίου 1975, ημερομηνία δολοφονίας του από τον Χαλίντ της Σαουδικής Αραβίας, ο οποίος τον διαδέχτηκε στον θρόνο. Ανάμεσα στις αποφάσεις του ήταν η απόσυρση του σαουδικού πετρελαίου από τις διεθνείς αγορές, ως αντίδραση στην υποστήριξη που παρείχαν στο Ισραήλ οι Δυτικοί στον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής του πετρελαίου, η οποία ήταν μία από τις κύριες αιτίες της πετρελαϊκής κρίσης του 1973. []
  17. ΣτΜ: το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP), είναι παλαιστινιακή μαρξιστική-λενινιστική οργάνωση. Ιδρύθηκε το 1967 και αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη οργάνωση στις τάξεις της PLO μετά τη Φατάχ. []
  18. ΣτΜ: οι Ταξιαρχίες Μαρτύρων του Αλ Άκσα είναι η ένοπλη πτέρυγα της Φατάχ. []
  19. ΣτΜ: τo Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (DFLP) είναι κοσμική παλαιστινιακή μαρξιστική-λενινιστική οργάνωση μαοϊκού προσανατολισμού, μέλος της PLO. Ιδρύθηκε το 1969 υπό την ηγεσία του Ζωρζ Αμπάς ως διάσπαση από το PFLP. Διαθέτει ένοπλο βραχίονα, τις Ταξιαρχίες Εθνικής Αντίστασης. Διαβόητο για τη σφαγή του 1975 στο Ma’alot, όπου δολοφονήθηκαν από τις δυνάμεις του εικοσιπέντε ανήλικοι μαθητές και οι δάσκαλοί τους. []
  20. ΣτΜ: οι Ταξιαρχίες αλ-Κασάμ αποτελούν την ένοπλη πτέρυγα της Χαμάς. Είναι η μεγαλύτερη παραστρατιωτική οργάνωση που δρα μέσα στη Γάζα. Πήρε το όνομά της από τον Ιζ αλ-Ντιν αλ-Κασάμ (Izz ad-Din al-Qassam), μουσουλμάνο ηγέτη συριακής καταγωγής που πρωτοστάτησε στους αγώνες ενάντια στην αποικιοκρατία και τον σιωνισμό. Οι Ταξιαρχίες Αλ-Κουντς είναι η ένοπλη πτέρυγα της οργάνωσης Παλαιστινιακή Ισλαμική Τζιχάντ (PIJ), της δεύτερης σε μέγεθος ένοπλης οργάνωσης μετά τη Χαμάς. Τανζίμ αλ-Φατάχ είναι η επίσημη ονομασία της ένοπλης πτέρυγας της Φατάχ. []
  21. ΣτΜ: ο Γκρέγκορ Γκίζι (1948 –) είναι ρεφορμιστής πολιτικός της Γερμανίας, σημαίνων στέλεχος του αριστερού κόμματος Die Linke. []