Μαρσέλ Στέτσλερ
Η απόρριψη του «αντιιμπεριαλισμού» σηματοδοτεί μια από τις πιο ορατές και σημαντικές διαφορές μεταξύ της Κριτικής Θεωρίας της Σχολής της Φρανκφούρτης και των περισσότερων άλλων τάσεων της μαρξιστικής Αριστεράς. Η διαμάχη για το νόημα και τη σημασία του «ιμπεριαλισμού» και του «αντιιμπεριαλισμού» εμπλέκεται στις συζητήσεις που αφορούν την κριτική του έθνους και του κράτους, την αποικιοκρατία και τη μετααποικιοκρατία, τον ρατσισμό και τη φυλή, καθώς και τον αντισημιτισμό. Η Κριτική Θεωρία της Σχολής της Φρανκφούρτης στοχεύει σκόπιμα στη διατύπωση μιας κριτικής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που να περιλαμβάνει τα φαινόμενα που συνήθως αντιμετωπίζονται ως «ιμπεριαλισμός», χωρίς να καταφεύγει στην έννοια του «αντιιμπεριαλισμού». Υιοθετεί την οπτική ότι ο «ιμπεριαλισμός» είναι μια εγγενής μορφή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και όχι ένα αυτοτελές αντικείμενο που πρέπει να διακρίνεται από τον τελευταίο και να καταπολεμάται «ως τέτοιο»: η έννοια του «αντιιμπεριαλισμού» προϋποθέτει την πραγμοποίηση και τη φετιχοποίηση του «ιμπεριαλισμού».
Το παρόν κεφάλαιο αποσκοπεί καταρχάς στο να καθορίσει τους τρόπους με τους οποίους η έννοια του «ιμπεριαλισμού» χρησιμοποιείται στα κείμενα του Μαρξ καθώς και στα κείμενα ορισμένων από τους συγγραφείς που εντάσσονται στον κανόνα της Κριτικής Θεωρίας της Σχολής της Φρανκφούρτης. Υποστηρίζεται ότι η μαρξική χρήση του όρου από τους θεωρητικούς της Κριτικής Θεωρίας ανέστειλε την ανάδυση της έννοιας του «αντιιμπεριαλισμού» στα γραπτά τους: ο «ιμπεριαλισμός» ήταν για αυτούς απλώς μια πτυχή της γενικότερης έννοιας του καπιταλισμού. Το υπόλοιπο κεφάλαιο καταπιάνεται με ορισμένες θέσεις που διατυπώθηκαν εντός της παράδοσης ή υπό την επίδραση της Κριτικής Θεωρίας, με την ευρεία έννοια, από τη δεκαετία του 1960 και μετά, οι οποίες ασχολούνται άμεσα με τον «αντιιμπεριαλισμό»: ο τελευταίος είχε εντωμεταξύ καταστεί βασική θεματική σε ορισμένα από τα κοινωνικά κινήματα της εποχής, λόγω του ρόλου που έπαιξαν στο πλαίσιο της μεταπολεμικής αποαποικιοποίησης ο λενινισμός/σταλινισμός καθώς και η αστικοφιλελεύθερη αντιιμπεριαλιστική ιδεολογία (Χόμπσον)1 που, άλλωστε, είχε ήδη αποτελέσει μια από τις πηγές του πρώτου.
Η λέξη «ιμπεριαλισμός» κατέληξε να χρησιμοποιείται τον εικοστό αιώνα σε δύο κύριους τομείς: στρατιωτική επιθετικότητα (ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, κατακτήσεις και κατοχή) και μια πιο γενική χρήση που ουσιαστικά δηλώνει την παγκόσμια επέκταση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε όλες τις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές εκφάνσεις του, αν και συχνά υποτίθεται ότι κυρίως λειτουργεί μέσω θεσμών του «χρηματιστικού κεφαλαίου». Αυτή η δεύτερη σημασία μοιάζει με τον πιο πρόσφατο όρο «παγκοσμιοποίηση» που τον έχει αντικαταστήσει σε ορισμένα πλαίσια. Είναι διαφωτιστικός ο τρόπος με τον οποίο οι δύο αυτές έννοιες διαφέρουν ως προς τις συνδηλώσεις τους: καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, ακόμη και σήμερα, η χρήση της λέξης «ιμπεριαλισμός» σχεδόν ανεξαιρέτως εγείρει απόρριψη και εχθρότητα, συχνά ηθική κατακραυγή, καθώς η λέξη ανακαλεί στη μνήμη εικόνες στρατιωτικής και άλλων μορφών κρατικής βίας, ενώ η «παγκοσμιοποίηση» τείνει να φέρει πιο έντονα μια αίσθηση αμφισημίας. Ενώ και οι δύο λέξεις περιγράφουν στην πραγματικότητα την ίδια διαδικασία, η «παγκοσμιοποίηση» φαντάζει πιο έντονα ως κάτι αναπόφευκτο που τις περισσότερες φορές εφελκύει προσπάθειες διαμόρφωσης και μεταρρύθμισης, παρά εναντίωσης —όπως στο κίνημα της «εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης» σε αντίθεση με το κίνημα της «αντιπαγκοσμιοποίησης». Η έννοια της «παγκοσμιοποίησης» λειτουργεί στους σύγχρονους κυρίαρχους λόγους με τρόπο που προσομοιάζει περισσότερο στον διαλεκτικό τρόπο με τον οποίο ο Μαρξ σκεφτόταν την καπιταλιστική νεωτερικότητα από ό,τι ο όρος «ιμπεριαλισμός» —ένας βασικός όρος του (λενινιστικού) μαρξισμού του εικοστού αιώνα.
Καθώς ο Μαρξ έλαβε υπόψη του τον παγκόσμιο χαρακτήρα και την αυξανόμενη παγκοσμιοποίηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ως μια από τις καθοριστικές και εγγενείς πτυχές του, δεν χρειαζόταν μια έννοια που θα αντιμετώπιζε ειδικά τα τελευταία φαινόμενα. Ταυτόχρονα, η θεωρία του επέτρεπε πιο λεπτές διακρίσεις: μολονότι ο Μαρξ ήταν λάβρος στις επιθέσεις του κατά της αποικιοκρατικής βίας, της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, θεωρούσε γενικά τη διαδικασία του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού στο σύνολό της ως την προϋπόθεση μιας ιστορικής κατάστασης στην οποία η ανθρωπότητα θα ήταν σε θέση να διαμορφώσει μια χειραφετημένη και ανθρώπινη μορφή κοινωνίας (αν και δεν θα ήταν απαραίτητο για κάθε ανθρώπινη ομάδα ή κοινωνία να περάσει από όλες τις ίδιες διαδικασίες). Αυτό το καθοριστικό χαρακτηριστικό της μαρξικής θέσης υπήρξε επίσης θεμέλιο και της Κριτικής Θεωρίας της Σχολής της Φρανκφούρτης: ο καπιταλισμός καταδικάζεται ως ένας ιδιαίτερα εντατικοποιημένος τρόπος εκμετάλλευσης, αλλά χαιρετίζεται ως ο καταστροφέας της προκαπιταλιστικής (για παράδειγμα, φεουδαρχικής και πατριαρχικής) καταπίεσης και εκμετάλλευσης και, ως νεκροθάφτης του εαυτού του, εξυμνείται για τη δημιουργία των προϋποθέσεων για τη μελλοντική χειραφέτηση μιας ανθρωπότητας απελευθερωμένης από τον μονομανή καταναγκασμό της να υποτάσσει και να κυριαρχεί στην εσωτερική και εξωτερική φύση στο όνομα της οικονομικής αυτοσυντήρησης (εργασία). Τα φαινόμενα που πολλοί, καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, συνήθιζαν να αντιμετωπίζουν ως «ιμπεριαλισμό» πρέπει, από τη μαρξική σκοπιά, να συζητηθούν με βάση αυτήν τη διαλεκτική.
Η έννοια του όρου «ιμπεριαλισμός» στον Μαρξ
Ο Μαρξ χρησιμοποιούσε τη λέξη «ιμπεριαλισμός» σπάνια και μόνο με την τότε συμβατική της έννοια, δηλαδή ως σχεδόν συνώνυμο του «Καισαρισμού» ή του «Βοναπαρτισμού» (Fisch et al., 1982, σελ. 181). Ο «ιμπεριαλισμός» σήμαινε σε αυτά τα συμφραζόμενα την κυριαρχία στη βάση συμμαχιών των ελίτ με τις κατώτερες τάξεις ενάντια στη φιλελεύθερη αστική τάξη, ή και ενάντια στο κοινοβούλιο, και τη διακυβέρνηση υπεράνω συγκεκριμένων πολιτικών κομμάτων κατά το πρότυπο του αυτοκρατορικού ρωμαϊκού παραδείγματος (Fisch et al., 1982, σελ. 176) και με βάση συγκεντρωτικές κρατικές υπηρεσίες και μονοπώλια (Fisch et al., 1982, σελ. 177. Koebner & Schmidt, 1964. Για τις διάφορες χρήσεις του όρου «αυτοκρατορία» βλ. Leonhard, 2013). Η ανάγκη αντιμετώπισης του «κοινωνικού ζητήματος» και η αντιμετώπιση των οικονομικών κρίσεων υπονοείται επίσης μερικές φορές στον όρο «ιμπεριαλισμός». Κατά περίπτωση, σήμαινε «νεομερκαντιλισμός» (Fisch et al., 1982, σελ. 207). Στο αγγλικό πλαίσιο, ο όρος χρησιμοποιούνταν συνήθως για όσους ήθελαν να διατηρήσουν την αποικιοκρατία (Fisch et al., 1982, σελ. 178). Ωστόσο, η πτυχή της αποικιοκρατίας δεν ήταν κατ’ ανάγκη η κυρίαρχη, καθώς ο «ιμπεριαλισμός» αναφερόταν σε ένα ολόκληρο φάσμα πτυχών της διακυβέρνησης των αυτοκρατοριών· η αντιφιλελεύθερη τάση που τον ενέπνεε δύσκολα συνδυαζόταν με το γεγονός ότι η αποικιοκρατία αποτελούσε βασικό στοιχείο στην ατζέντα του ίδιου του φιλελευθερισμού του δέκατου ένατου αιώνα (Mantena, 2010. Mehta, 1999).
Σε ένα συχνά μνημονευόμενο απόσπασμα από το Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία, ο Μαρξ περιγράφει τον «ιμπεριαλισμό», που εδώ συζητείται από τον Μαρξ στο πλαίσιο του καθεστώτος του Ναπολέοντα Γ΄, ως «την τελική μορφή» της αστικής «κρατικής εξουσίας», μέσω της οποίας το κράτος γίνεται αντιληπτό ότι έχει αναδυθεί αρχικά ως μέσο χειραφέτησης της αστικής κοινωνίας από τη φεουδαρχία και στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της εδραίωσης της αστικής κοινωνίας, ότι μετατράπηκε σε «όργανο για την υποδούλωση της εργασίας από το κεφάλαιο» (Μαρξ, 1976, σελ. 78). Ο ιμπεριαλισμός είναι το τελικό αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, μέσω της οποίας το κράτος γίνεται επίσης «η πιο εκπορνευμένη» (Μαρξ, 1976, σελ. 78) μορφή, έκφραση που φαίνεται να εννοεί τη μορφή εκείνη που υπόκειται στην πιο αυθαίρετη και βίαιη (κατά)χρήση2 . Ο Λέων Τρότσκι παρατήρησε ότι «ο ορισμός αυτός έχει ευρύτερη σημασία από ό,τι για τη γαλλική αυτοκρατορία και μόνο και περιλαμβάνει την τελευταία μορφή του Ιμπεριαλισμού, που γεννήθηκε από την παγκόσμια σύγκρουση μεταξύ των εθνικών καπιταλισμών των μεγάλων δυνάμεων» (από το Η Υπεράσπιση της Τρομοκρατίας, όπως παρατίθεται στο Winslow, 1931, σελ. 717)3 . Ο Τρότσκι επισήμανε έτσι τη σύνδεση μεταξύ της χρήσης του όρου από τον Μαρξ και τη σημασία του όρου κατά τον εικοστό αιώνα. Το συμπέρασμα εδώ είναι ότι οι εσωτερικές και εξωτερικές πτυχές της άσκησης της κρατικής εξουσίας είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους και ότι υπάρχει μια «παγκόσμια σύγκρουση» μεταξύ των «εθνικών καπιταλισμών» που φέρνει στην επιφάνεια τον «ιμπεριαλισμό». Αυτή η προοπτική διαφέρει από τη θέση που εύλογα μπορεί να υποστηριχθεί ότι διατηρούσε ο Μαρξ, με άλλα λόγια ότι ο «ιμπεριαλισμός», δηλαδή η δυναμική του βιομηχανικού καπιταλισμού, προκαλεί τη σύγκρουση μεταξύ αυτών που εμφανίζονται ως «εθνικοί καπιταλισμοί»: στη μαρξική προοπτική, το κράτος και το έθνος είναι διαστάσεις και όχι υποκινητές της καπιταλιστικής δυναμικής.
Αν και ο Μαρξ δεν είχε στη διάθεσή του τις έννοιες «ιμπεριαλισμός» και «αποικιοκρατία» με τη σημασία που θα αποκτούσαν κατά τον εικοστό αιώνα, εντούτοις δεν παρέλειψε να ασχοληθεί με τα φαινόμενα στα οποία θα αναφέρονταν στη συνέχεια αυτές οι έννοιες4 . Ο συνδυασμός δύο χαρακτηριστικών διακρίνει τη θέση που πήραν ο Μαρξ και ο Ένγκελς από εκείνη άλλων σοσιαλιστών της εποχής: πρώτον, ένα ορμέμφυτο επαναστατικό μίσος για κάθε μορφή «παλαιού καθεστώτος»· και δεύτερον, μια συνεχής προσπάθεια να κατανοήσουν πώς η «ελεύθερη ένωση» μπορεί να αναδυθεί με οδυνηρό τρόπο από τους ανταγωνιστικούς αλλά αλληλοεξαρτώμενους αγώνες που διεξάγουν η αστική τάξη και το προλεταριάτο ενάντια στις διάφορες μορφές του «παλαιού καθεστώτος», τόσο στην Ευρώπη όσο και αλλού. Οι υπερασπιστές του «παλαιού καθεστώτος» παρουσιάζονται ως κατασκευαστές τειχών: τείχη των γκέτο, σινικά τείχη, πολιτισμικά τείχη, τείχη κρατικών συνόρων. Η ιστορική άρνηση των τειχών, των συνόρων, των ορίων και των ταυτοτήτων, παλαιών και νέων, αναδύεται μέσα από τα κοινωνικά κινήματα που είναι ανταγωνιστικά προς τις πτυχές της αστικής κοινωνίας, αλλά εξακολουθούν να συγκροτούνται από αυτήν την ίδια κοινωνία και να τη συγκροτούν (πρβλ. Horkheimer, 1983). Η σύνθετη θέση του Μαρξ σχετικά με τη βρετανική κυριαρχία επί της Ινδίας, για παράδειγμα, διαμορφώθηκε από την άποψή του για την αλλαγή στη σχέση μεταξύ Βρετανίας και Ινδίας που επήλθε με τη Βιομηχανική Επανάσταση: «Ενώ το εμπορικό κεφάλαιο και οι σύμμαχοί του εκμεταλλεύονται και καταστρέφουν χωρίς να μετασχηματίζουν, το βιομηχανικό κεφάλαιο καταστρέφει αλλά ταυτόχρονα μετασχηματίζει» (Brewer, 1980, σελ. 50), διότι (σύμφωνα με τα λόγια του Μαρξ) «Δεν μπορείς να συνεχίσεις να πλημμυρίζεις μια χώρα με τα βιοτεχνικά προϊόντα σου αν δεν της επιτρέψεις να σου το ανταποδώσει με κάποιο προϊόν» (Marx, 2018, σελ. 616. Όπως αναφέρεται στο Brewer, 1980, σελ. 54). Ο Μπρούερ [Anthony Brewer] συνοψίζει τη θέση του Μαρξ ως εξής: «Η βρετανική κυριαρχία στην Ινδία (α) προκαλεί μαζική αθλιότητα, (β) δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μαζική πρόοδο και (γ) οφείλει να ανατραπεί προκειμένου να δρέπονται τα οφέλη» (Brewer, 1980, σελ. 58). Όπως και στο περίφημο «πανηγυρικό» πρώτο τμήμα του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Μαρξ χρησιμοποιεί στα δημοσιογραφικά γραπτά του για την Ινδία ένα ύφος που περιλαμβάνει «τη σκόπιμη αντιπαράθεση του πιο εκθειαστικού επαίνου για τα υλικά επιτεύγματα με τις συγκλονιστικές εικόνες που χρησιμοποιούνται για να αναδείξουν τη συνακόλουθη ανθρώπινη αθλιότητα» (Brewer, 1980, σελ. 59). Η επιμονή στη διαλεκτική φύση του σύγχρονου αστικού «λεγόμενου πολιτισμού» (Μαρξ, & Ένγκελς, 1999, σελ. 51), που φέρνει έντονη αθλιότητα και εκμετάλλευση, αλλά και τη δυνατότητα μιας γενικής ανθρώπινης χειραφέτησης, είναι το κλειδί για την κατανόηση των σχολίων του Μαρξ σχετικά με τους αντιαποικιακούς αγώνες. Ενώ η άποψή του για την καπιταλιστική νεωτερικότητα ήταν αμφίσημη, το μίσος του Μαρξ για το «παλαιό καθεστώς» και κάθε μορφή πατρογονισμού, σκέψης που να βασίζεται στο σύστημα καστών, δουλείας και αυταρχισμού (συμπεριλαμβανομένων των τροποποιημένων μορφών με τις οποίες συνεχίζουν να υπάρχουν εντός του καπιταλισμού) ήταν κατηγορηματικό. Ο Μαρξ, παραμένοντας πάντα ένας αμετανόητος επαναστάτης του «1848», ανταποκρινόταν με ενθουσιασμό σε κάθε αγώνα που ξεσπούσε κατά της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας (όπως στην Κίνα, την Ινδία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ιρλανδία, την Πολωνία, τη Ρωσία), αλλά επίσης μετρίαζε (μερικές φορές στραγγάλιζε) τον ενθουσιασμό του, όταν η διαλεκτική ανάλυση τον οδηγούσε να πιστεύει ότι ένας αγώνας απέτυχε να προωθήσει την υπόσχεση της καθολικής χειραφέτησης που έβλεπε ότι θα μπορούσε να προκύψει μόνο μέσα από την καπιταλιστική νεωτερικότητα5 .
«Ιμπεριαλισμός» και «Αντιιμπεριαλισμός» μετά το 1900
Η σημαντικά διαφορετική σημασία που απέκτησε ο όρος «ιμπεριαλισμός» κατά τον εικοστό αιώνα εκφράστηκε για πρώτη φορά με σαφήνεια από τον φιλελεύθερο συγγραφέα Χόμπσον (Hobson, 2013) και στη συνέχεια με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο από τον Λένιν (1964), στα γραπτά του οποίου ο «ιμπεριαλισμός» έγινε το όνομα μιας ιστορικής περιόδου ή ενός «σταδίου» στην εξέλιξη του καπιταλισμού. Ο Λένιν υιοθέτησε την περιγραφή του Χίλφερντινγκ [Rudolf Hilferding] για το Χρηματιστικό Κεφάλαιο (Hilferding, 1910), σύμφωνα με την οποία το τραπεζικό και το βιομηχανικό κεφάλαιο συγχωνεύονται ουσιαστικά ως ο κυρίαρχος πολιτικός παράγοντας στην «ιμπεριαλιστική» περίοδο (Fisch et al., 1982, σελ. 217). Όλες οι σύγχρονες αντιλήψεις για τον «ιμπεριαλισμό», τόσο οι φιλελεύθερες όσο και οι σοσιαλιστικές, περιγράφουν εκδοχές αυτού που θα μπορούσε να προσδιοριστεί συνοπτικά ως «οργανωμένος καπιταλισμός», δηλαδή ο καπιταλισμός ύστερα από την έκλειψη (μετά τη Μεγάλη Ύφεση) του «κλασικού» φιλελευθερισμού. Ταυτόχρονα, ο καπιταλισμός συνέχισε να επεκτείνεται στο πλαίσιο της (μακροχρόνιας αλλά επιταχυνόμενης) διαδικασίας αυτού που σήμερα αναφέρεται ως «παγκοσμιοποίηση», κύριο μέσο της οποίας υπήρξε η αποικιοκρατία. Το γαλλικό «βοναπαρτιστικό» κράτος στο οποίο ο Μαρξ αναφέρθηκε με τον όρο «ιμπεριαλισμός» πράγματι πρωτοστάτησε σε αυτόν τον ευρύτερο αστερισμό.
Οι κρίσιμες εγχώριες επιπτώσεις του επισημάνθηκαν από τον Άντον Πάνεκουκ [Anton Pannekoek], έναν κορυφαίο θεωρητικό του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος στα χρόνια αμέσως πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος υποστήριξε το 1916 ότι ο ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός κλιμακώνει και γενικεύει την εκμετάλλευση διαφόρων κοινωνικών ομάδων πέρα από το προλεταριάτο, προκαλώντας επιπλέον μια γενίκευση και μια ριζοσπαστικοποίηση των σοσιαλιστικών αγώνων, και καθιστά την προοπτική του κοινοβουλευτικού αγώνα για σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις ακόμη πιο αναχρονιστική και απίθανη, καθώς η κρατική πολιτική αποφασίζεται όλο και περισσότερο από θεσμούς πέραν του κοινοβουλίου (Pannekoek, 2012. βλ. επίσης Bricianer, 1978).
Ο «αντιιμπεριαλισμός» εισήλθε στο λεξικό με πολύ μικρή χρονική απόσταση από τον ίδιο τον «ιμπεριαλισμό», κυρίως στη Βρετανία, όπου προπαγανδίστηκε από μια παράταξη του φιλελεύθερου κόμματος (με τη συμμετοχή του Χόμπσον) και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ένας «Αντιιμπεριαλιστικός Σύνδεσμος» ιδρύθηκε το 1898 στη Βοστώνη για να υπερασπιστεί τις δημοκρατικές αρχές και να αντιταχθεί στον μιλιταρισμό, συγκεκριμένα, κατά την εποχή της ίδρυσής του, στην προσάρτηση των Φιλιππίνων από τις ΗΠΑ· διαλύθηκε το 1920 (Fisch et al., 1982, σελ. 189). Μια σημαντική φυσιογνωμία του Συνδέσμου ήταν η φεμινίστρια Τζέιν Άνταμς [Jane Addams]. Ο αστικός αντιιμπεριαλισμός είχε τους προγόνους του: σε αντίθεση με τα τριακόσια χρόνια πριν από τον δέκατο όγδοο αιώνα καθώς και με το μεγαλύτερο μέρος του δέκατου ένατου αιώνα, οι βασικοί στοχαστές του κινήματος του Διαφωτισμού, όπως ο Ντιντερό, ο Καντ και ο Χέρντερ, τουλάχιστον σε τμήματα του έργου τους, «επιτέθηκαν στον ιμπεριαλισμό […] [με το να] αμφισβητούν την ιδέα ότι οι Ευρωπαίοι είχαν οποιοδήποτε δικαίωμα να υποτάξουν, να αποικίσουν και να “εκπολιτίσουν” τον υπόλοιπο κόσμο» (Muthu, 2003, σελ. 1).
Εκτός από τη δημοσίευση του φυλλαδίου του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό το 1917, η πιο καθοριστική ημερομηνία για την ανάπτυξη του σοσιαλιστικού αντιιμπεριαλισμού και της αντιαποικιοκρατίας ήταν το Έκτο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1928, που υιοθέτησε τη θέση ότι ο ιμπεριαλισμός καθυστερεί τη βιομηχανική ανάπτυξη των αποικιών. Μέχρι τότε, πολλοί στο κομμουνιστικό κίνημα και τα κόμματα είχαν επιμείνει στην παλαιότερη, μαρξική θέση που ανέμενε ότι η αποικιοκρατία μακροπρόθεσμα θα οδηγούσε στην εκβιομηχάνιση, την οποία, με τη σειρά της, θεωρούσε απαραίτητη προϋπόθεση για τη γενική ανθρώπινη χειραφέτηση. Ο Γουόρεν [Bill Warren] περιγράφει τη θέση της Κομιντέρν του 1928 ως μια από τις πρώτες διατυπώσεις «της προοπτικής της υπανάπτυξης που επρόκειτο να γίνει το βασικό εργαλείο των φιλελεύθερων οικονομολόγων της ανάπτυξης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο» (Warren, 1980, σελ. 85). Η θέση της Κομιντέρν αντανακλά μια αντίφαση που είναι κεντρική στη μαρξιστική θεωρία, δηλαδή τη διαλεκτική μεταξύ του καπιταλισμού (και της κύριας νεωτερικής πολιτικής μορφής του, του εθνικού κράτους) και της χειραφέτησης. Από τη μία πλευρά, επιβεβαίωσε σθεναρά τη μαρξιστική αντίληψη της προοδευτικότητας του καπιταλισμού, στον βαθμό που προώθησε την έντονη και ταχεία ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής υπό το όνομα του «σοσιαλισμού», ενώ από την άλλη πλευρά, κατηγόρησε την παγκόσμια εξάπλωση του καπιταλισμού, υπό το όνομα του «ιμπεριαλισμού», για την καθυστέρηση και το μπλοκάρισμα της διαδικασίας εκσυγχρονισμού στις αποικίες, που θα οδηγούσε τελικά στη γενική ανθρώπινη χειραφέτηση. Σε μια κίνηση αποδιαλεκτικοποίησης, η καλοήθης πλευρά του καπιταλισμού που φέρνει την ανάπτυξη (και κατ’ επέκταση τη δυνατότητα χειραφέτησης που θα εισαχθεί από ένα σοσιαλιστικό —εννοούμενο, σε αυτό το πλαίσιο, ως κρατικό-καπιταλιστικό— καθεστώς, που σε κάποια στιγμή της διαδικασίας θα μετατραπεί σε κομμουνιστικό) διαχωρίζεται από την κακοήθη, καταστροφική και εκμεταλλευτική πλευρά του, που πρέπει να καταπολεμηθεί ως «ιμπεριαλισμός». Ο τελευταίος (ο καπιταλισμός που αρνείται να εξαπλωθεί ομοιόμορφα) πρέπει να καταπολεμηθεί από εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που στην πορεία εγκαθιδρύουν σύγχρονα εθνικά κράτη, τα οποία αποτελούν το φυσικό περιβάλλον για την ανάπτυξη του καπιταλισμού υπό τον μανδύα της προόδου. Αυτή η αντίληψη αντανακλά αλλά και παρερμηνεύει τη μαρξική διαλεκτική μεταξύ καπιταλισμού και προόδου, στερώντας της τον διαλεκτικό της χαρακτήρα: είναι μεγάλη η απόσταση ανάμεσα σε μια θέση που υποστηρίζει ότι το εργατικό κίνημα οφείλει να εκμεταλλευτεί μια αντιφατική ιστορική διαδικασία που εκτυλίσσεται στο παρόν (θέση του Μαρξ) και σε μια θέση που προσπαθεί, μέσω της πολιτικής επανάστασης και της δικτατορίας του Κόμματος, να οργανώσει και να προωθήσει μια τέτοια διαδικασία (θέση των μπολσεβίκων)6 .
Ο Λένιν ανέφερε στο Πρωταρχικό σχέδιο θέσεων για το εθνικό και το αποικιακό ζήτημα, που γράφτηκε το 1920 για το Δεύτερο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ότι «[σ]τα πιο καθυστερημένα κράτη και έθνη, όπου είναι επικρατέστερες οι φεουδαρχικές ή πατριαρχικές και πατριαρχο-αγροτικές σχέσεις […] είναι ανάγκη όλα τα Κομμουνιστικά κόμματα να βοηθούν το αστικοδημοκρατικό απελευθερωτικό κίνημα» (Λένιν, 1983α, σελ. 166) αλλά και
να καταπολεμηθεί ο κλήρος και τα άλλα αντιδραστικά και μεσαιωνικά στοιχεία […] και να καταπολεμηθεί ο πανισλαμισμός και τα παρόμοια ρεύματα, που θέλουν να συνδυάσουν το απελευθερωτικό κίνημα ενάντια στον ευρωπαϊκό και στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό με την εδραίωση της θέσης των χάνων, των τσιφλικάδων, των μουλάδων κτλ. (Λένιν, 1983α, σελ.166).
Πέρα από τη μηχανική αντίληψη της ιστορικής εξέλιξης που διέπει αυτήν τη θέση, προϋποτίθεται εδώ λανθασμένα ότι οι αστοί εθνικιστές σε αυτές τις χώρες είναι πραγματικά πρόθυμοι να απαρνηθούν τις συμμαχίες με τον κλήρο, τους πανισλαμιστές και τα λοιπά αντιδραστικά στοιχεία, προκειμένου να απολαύσουν τη σοσιαλιστική υποστήριξη. Η μετατόπιση προς την υποστήριξη των «αστικοδημοκρατικών απελευθερωτικών κινημάτων» συνέπεσε ιστορικά με την «αποκατάσταση των σχέσεων της σοβιετικής κυβέρνησης με τα αστικά καθεστώτα (κυρίως με την Τουρκία και την Περσία), την ίδια στιγμή που οι κομμουνιστές αγωνιστές στις χώρες αυτές εκτελούνταν και φυλακίζονταν» (Goldner, 2010, σελ. 661)7 .
Μια άλλη σημαντική πτυχή του πλαισίου μέσα στο οποίο αναδύθηκε σταδιακά η κριτική της αντιιμπεριαλιστικής ιδεολογίας είναι το γεγονός ότι ο αντιιμπεριαλισμός εκφράστηκε και από την Ακροδεξιά. Η ιδέα της πάλης μεταξύ «προλεταριακών» ή «νέων» από τη μια μεριά και «πλουτοκρατικών εθνών» από την άλλη αναδύθηκε σε πρωτοφασιστικούς κύκλους στη Γερμανία, στη Γαλλία και στην Ιταλία κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και έγινε χαρακτηριστικό γνώρισμα της ρητορικής του Μουσολίνι και του Γκρέγκορ Στράσερ μεταξύ άλλων (Guerin, 2013, σελ. 107-108). Τον αγώνα τους ενάντια σε μια παρακμιακή «Δύση» επικαλέστηκαν συντηρητικοί επαναστάτες όπως ο Άρθουρ Μέλερ βαν ντεν Μπρουκ [Arthur Moeller van den Bruck] και ο Ερνστ Νίκις [Ernst Niekisch] τη δεκαετία του 1920· ο φασιστικός αντιιμπεριαλισμός τους δεν ήταν «παρά η “εκδοχή της εξωτερικής πολιτικής” ενός φασιστικού αντικαπιταλισμού» (Fringeli, 2016, σελ. 42). Στις απέναντι όχθες της Μεσογείου, ξεκινώντας από την Αίγυπτο ως απάντηση στην κατάργηση του τελευταίου οθωμανικού χαλιφάτου από το εκσυγχρονιστικό τουρκικό κράτος το 1924, ο σύγχρονος ισλαμισμός, συμπεριλαμβανομένων των τζιχαντιστικών παραφυάδων του, αναπτύχθηκε παράλληλα και άντλησε την έμπνευσή του από τις ίδιες ενορμήσεις της συντηρητικής επανάστασης, συμπεριλαμβανομένης μιας υπερσυντηρητικής εκδοχής της αντίστασης στον «πολιτισμικό ιμπεριαλισμό», δηλαδή στη φιλελεύθερη νεωτερικότητα. Όταν, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, κατέρρευσαν τα αστικά-εθνικιστικά καθεστώτα της Εγγύς Ανατολής, που είχαν συνδυάσει —με σοβιετική υποστήριξη— την αντιιμπεριαλιστική ιδεολογία με την επίφαση κάποιας μορφής σοσιαλισμού, ο πανισλαμισμός, για τον οποίο είχε προειδοποιήσει ο Λένιν, έγινε τελικά ένα εξέχον φαινόμενο. Η γερμανική συντηρητική επανάσταση και οι φασιστικές ιδέες επηρέασαν την ανάπτυξη της αντιιμπεριαλιστικής σκέψης και στη Βολιβία κατά τις δεκαετίες του 1930 και του 1940, και εξαπλώθηκαν από εκεί σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής (βλ. Goldner, 2016, τέταρτο κεφάλαιο). Γύρω στο 1935 οι ηγέτες της Σοβιετικής Ένωσης είχαν συνειδητοποιήσει ότι η υποστήριξη του «δικαιώματος των εθνών στην αυτοδιάθεση» τις περισσότερες φορές βοηθούσε τους φασίστες και όχι τους ίδιους, οπότε εγκατέλειψαν την ιδέα για σχεδόν δύο δεκαετίες (Gerber, 2010, σελ. 271). Επέστρεψε στη δεκαετία του 1950 για να κυριαρχήσει στη σοβιετική εξωτερική πολιτική.
Οι Χορκχάιμερ, Αντόρνο, και Μαρκούζε για τον «Ιμπεριαλισμό»
Οι θεωρητικοί της Σχολής της Φρανκφούρτης χρησιμοποιούσαν τον όρο «ιμπεριαλισμός» περιστασιακά και σπάνια και, παρ’ όλο που ο όρος δεν ορίζεται ποτέ ρητά, η ανάγνωση των συμφραζομένων καταδεικνύει ότι χρησιμοποιούσαν τον όρο με τη γενική μαρξιστική του σημασία, όπως για παράδειγμα τον χρησιμοποίησε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η οποία έβλεπε τον ιμπεριαλισμό ως μια «τάση» που είναι εγγενής σε κάθε καπιταλιστική κοινωνία και δεν σχετίζεται ειδικά με την εμφάνιση του «χρηματιστικού κεφαλαίου» με την έννοια που περιέγραψε πρώτος ο Χίλφερντινγκ και στη συνέχεια καθιέρωσε ο Λένιν (Λούξεμπουργκ, 1975. Αναφέρεται στο Kistenmacher, 2015, σελ. 130). Ο ιμπεριαλισμός είναι μια από τις πτυχές του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, όχι η καθοριστική ουσία του «πιο πρόσφατου σταδίου» του. Για να το θέσουμε αντίστροφα: δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσουμε ότι λοιπές βασικές περιγραφικές παράμετροι, όπως η εμπορευματική μορφή, ο νόμος της αξίας ή η μισθωτή εργασία, είναι λιγότερο κεντρικές στο «πιο πρόσφατο στάδιο» του καπιταλισμού από ό,τι πριν από αυτό το «στάδιο». Στο πλαίσιο της Σχολής της Φρανκφούρτης, η λέξη «ιμπεριαλισμός» χρησιμοποιείται με μεγαλύτερη συχνότητα αναφορικά με την περίοδο που αρχίζει κατά το τελευταίο τρίτο του δέκατου ένατου αιώνα, ιδίως με την πολιτειακή οργάνωση της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Γερμανίας, καθώς και αναφορικά με τον γερμανικό φασισμό. Στα παραπάνω πλαίσια αναφέρεται τόσο στην αποικιοκρατία και τη στρατιωτική επιθετικότητα όσο και στις αλλαγές στην εσωτερική δομή των ιμπεριαλιστικών κοινωνιών, με την ευρύτερη έννοια, σε πλήρη ευθυγράμμιση με τη χρήση της λέξης στα γραπτά του Μαρξ όσον αφορά το πλαίσιο του γαλλικού ιμπεριαλισμού («Βοναπαρτισμός»). Η λέξη απαντάται επίσης στο πλαίσιο της κλασικής, ιδίως της ρωμαϊκής, ιστορίας και της πρώιμης νεότερης αποικιοκρατίας.
Το βασικό έντυπο του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών, η Επιθεώρηση Κοινωνικής Έρευνας (1932-1941, το 1939 μετονομάστηκε σε Μελέτες Φιλοσοφίας και Κοινωνικής Επιστήμης) περιέχει πολλές αναφορές στον «ιμπεριαλισμό», κυρίως στις πολύ εκτενείς ενότητες βιβλιοκριτικών του, αλλά και σε άρθρα που ασχολούνται με πολιτικοοικονομικά ζητήματα, όπως στο άρθρο του Κ. Α. Βιτφόγκελ [K. A. Wittfogel] (1935) για την κινεζική οικονομική ιστορία ή στο άρθρο του Γκέρχαρντ Μάγιερ [Gerhard Mayer] (1935) σχετικά με την πολιτική της κρίσης και τη σχεδιασμένη οικονομία. Ο Φραντς Νόιμαν [Franz Neumann] αναφέρθηκε στον φιλελευθερισμό του Λοκ ως ιμπεριαλιστικό στο δοκίμιό του «Η αλλαγή στη λειτουργία του δικαίου στη σύγχρονη κοινωνία» (Neumann, 1937, σελ. 544). Ο τελευταίος τόμος του περιοδικού (1941) περιέχει ένα δοκίμιο ανασκόπησης από τον Τζόζεφ Σουντέκ [Josef Soudek] (1941) για μια σειρά βιβλίων που ασχολούνται με τη διεθνή πολιτική οικονομία και τις διεθνείς πολιτικές σχέσεις, η οποία περιλαμβάνει την τρίτη έκδοση του επιδραστικού βιβλίου του Χόμπσον, Ιμπεριαλισμός.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το φιλοσοφικό δοκίμιο του Χέρμπερτ Μαρκούζε Περί της Έννοιας της Ουσίας, στον πέμπτο τόμο της Επιθεώρησης Κοινωνικής Έρευνας (Marcuse, 1936, 1968). Ο Μαρκούζε συζητά εδώ μια θεμελιώδη διάσταση της μαρξικής και της Κριτικής Θεωρίας, την εννοιολογική διάκριση μεταξύ ουσίας και εμφάνισης. Υποστηρίζει ότι το αληθές περιεχόμενο αυτής της διάκρισης εξαρτάται από την αντίστοιχη ικανότητα της έννοιας της ουσίας να συμβάλει στην εξήγηση «ενός συγκεκριμένου αστερισμού φαινομένων ή εμφανίσεων» (Marcuse, 1936, σελ. 27. 1968, σελ. 74). Ο Μαρκούζε συνεχίζει:
Αν η έννοια που τίθεται ως «ουσία» για την εξήγηση ενός τέτοιου αστερισμού (π.χ. ο αστερισμός της πολιτικής ισχύος των κρατών, των συμμαχιών και των ανταγωνισμών τους σε μια συγκεκριμένη περίοδο), όπως ο «ιμπεριαλισμός», καθιστά δυνατή την αιτιώδη κατανόηση της κατάστασης, τόσο στις επιμέρους φάσεις της όσο και από την άποψη των τάσεων που είναι ενεργές εντός της, τότε όντως πρόκειται για το ουσιώδες περιεχόμενο της πολλαπλότητας αυτών των φαινομένων (Marcuse, 1936, σελ. 27. 1968, σελ. 74. Τροποποιημένη μετάφραση).
Ο Μαρκούζε συνεχίζει υποστηρίζοντας ότι μια έννοια της ουσίας που είναι θεωρητικά αληθής (υπό την προϋπόθεση που μόλις περιγράφηκε) πρέπει επίσης να αποδείξει ότι είναι «αντικειμενικά» αληθής και στην πράξη: η θεωρία είναι η ίδια «ένας παράγοντας των ιστορικών αγώνων που φιλοδοξεί να κατανοήσει», και μόνο σε αυτούς τους αγώνες «μπορούν τελικά να επαληθευτούν οι βασικές θεωρητικές αλήθειες». Υπό αυτό το πρίσμα, η αντικειμενικότητα των διαλεκτικών εννοιών απορρέει από την ιστορικότητά τους. Ο Μαρκούζε δεν δηλώνει ρητά εδώ αν θεωρεί ότι ο «ιμπεριαλισμός» είναι όντως μια έννοια που είναι «αληθής» σύμφωνα με αυτό το διπλό νόημα, αλλά το γεγονός ότι την επιλέγει ως παράδειγμα για τη θεωρητική του επιχειρηματολογία δείχνει ότι τη θεωρεί αρκετά αμφιλεγόμενη ώστε να χρησιμεύσει ως επεξήγηση της άποψής του: δεν θα την επέλεγε αν τη θεωρούσε αυτονόητα έγκυρη.
Περισσότερα από τριάντα χρόνια αργότερα, ο «ιμπεριαλισμός» χρησιμοποιείται ομοίως ως παράδειγμα για ένα συναφές θεωρητικό-μεθοδολογικό επιχείρημα σε μια διάλεξη του Αντόρνο με τίτλο Ύστερος καπιταλισμός ή βιομηχανική κοινωνία; (Αντόρνο, 2017). Ο Αντόρνο παρατηρεί σαρκαστικά ότι όσοι αρέσκονται να μιλούν για την «πραγμοποίηση» δεν είναι αυτομάτως απρόσβλητοι από το να υποφέρουν από «πραγμοποιημένη συνείδηση»: «ο κομπασμός σχετικά με έννοιες όπως ο “ιμπεριαλισμός” ή το “μονοπώλιο”, ανεξάρτητα από το πεδίο εφαρμογής τους και της πραγματικότητας που αντιστοιχούν σε αυτές, είναι ψευδής και παράλογος» (Αντόρνο, 2017) όπως και το αντίθετό του, δηλαδή η «τυφλή νομιναλιστική» άρνηση να ληφθεί υπόψη ότι «οι έννοιες […] παραπέμπουν σε μια αντικειμενική πραγματικότητα και εκφράζουν έναν καταναγκασμό του καθολικού που υπερβαίνει τα γεγονότα και που δεν δύναται πάντα να αναχθεί σε λειτουργικά καθορισμένες πραγματικότητες» (Αντόρνο, 2017). Ο Αντόρνο προειδοποιεί τους μαθητές και τους συναδέλφους του σε αυτήν τη διάλεξη ότι ο φετιχισμός των αφηρημένων εννοιών είναι εξίσου επιζήμιος με τον («θετικιστικό») φετιχισμό των γεγονότων που είναι εχθρικός προς τη θεωρία. Όπως και ο Μαρκούζε πριν από αυτόν, ο Αντόρνο επέλεξε ως παραδείγματα τον «ιμπεριαλισμό» και το «μονοπώλιο», που χρησιμοποιούνταν ευρέως εκείνη την εποχή ως Σχιββώλεθ και όχι ως κριτικές έννοιες πλούσιες σε κοινωνιολογική και ιστορική γνώση. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο Αντόρνο, όπως και ο Μαρκούζε, δεν απέρριπτε την έννοια του «ιμπεριαλισμού», ούτε την κριτική των φαινομένων στα οποία αναφέρεται, αλλά έβλεπε σαφώς τον κίνδυνο η έννοια να γίνει ένα είδος φετίχ, δηλαδή ένα εμπόδιο παρά ένα εργαλείο κριτικής.
Ένα από τα κλασικά κείμενα της ανάλυσης του φασισμού και του αντισημιτισμού από τη Σχολή της Φρανκφούρτης, το Αποσπάσματα για τον [Ρίχαρντ] Βάγκνερ του Αντόρνο (Adorno, 1939)8 (στον όγδοο τόμο της Επιθεώρησης) αναφέρεται επανειλημμένα στον «ιμπεριαλισμό», χρησιμοποιώντας τη λέξη με μάλλον ασυνήθιστους τρόπους. Ο «ιμπεριαλισμός» είναι εδώ κυρίως μια πτυχή του φασισμού. Σε αυτό το δοκίμιο, ο Αντόρνο ερμηνεύει την ουσία του οπερατικού έργου του Βάγκνερ ως έκφραση αυτού που αργότερα θα διαγνώσει ως «κομφορμιστική εξέγερση». Παρατηρεί ότι στον Βάγκνερ, ο θεός Βόταν —που ο Αντόρνο προσδιορίζει ως «αστό τρομοκράτη»— υπερασπίζεται (και στη συνέχεια προδίδει) την εξέγερση του Ζίγκφριντ, αλλά μόνο για να διαφυλάξει το «ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο σχέδιό του» (Adorno, 1939, σελ. 4). Όμως και ο Ζίγκφριντ περιγράφεται ως ιμπεριαλιστής: «Οι αντίπαλοι της [παγκόσμιας] τάξης είναι απομονωμένα άτομα που στερούνται πραγματικής ενσυναίσθησης και κάθε μορφής αλληλεγγύης. Ο Ζίγκφριντ, ο άνθρωπος του μέλλοντος, είναι ένας κακούργος με πεισματική αφέλεια, απόλυτα ιμπεριαλιστής» (Adorno, 1939, σελ. 35). Στη σκέψη του Βάγκνερ, ο «αυτοκρατορικός ιδεαλισμός» έχει εξαλείψει την ψευδαίσθηση —την οποία διατηρούσε ακόμη ο κλασικός, φιλελεύθερος, προϊμπεριαλιστικός ιδεαλισμός— ότι οι θεμελιώδεις ανταγωνισμοί της αστικής κοινωνίας θα μπορούσαν να συμφιλιωθούν: η αστική τάξη στο αυτοκρατορικό της σχήμα τούς αποδέχεται ως οντολογικά γεγονότα και ως «μοίρα» (Adorno, 1939, σελ. 37). Ο Αντόρνο καταλήγει ότι «το έργο του Βάγκνερ δεν είναι επομένως απλώς ο πρόθυμος προφήτης και ο ενθουσιώδης εκτελεστής του ιμπεριαλισμού και της ύστερης αστικής τρομοκρατίας» (Adorno, 1981, σελ. 143), αλλά περιέχει επίσης ένα στοιχείο διορατικότητας όσον αφορά την αδυναμία τους:
Ο Βάγκνερ ο ανορθολογιστής, που βυθίζεται από το ένα όνειρο στο επόμενο, αποκτά συνείδηση του εαυτού του κατά τη διαδικασία της βύθισης […] Ο ιμπεριαλιστής ονειρεύεται τον καταστροφικό χαρακτήρα του ιμπεριαλισμού· ο αστός μηδενιστής κατανοεί τον μηχανισμό της αστικής ενόρμησης προς την καταστροφή, η οποία θα στιγματίσει την εποχή που έπεται της δικής του. (Adorno, 1981, σελ. 143-144).
Ένα εξίσου ενδιαφέρον σχόλιο για τον ιμπεριαλισμό περιέχεται στο Ιουλιέττα ή Διαφωτισµός και ηθική, το τρίτο κεφάλαιο της Διαλεκτικής του Διαφωτισμού (Χορκχάιμερ & Αντόρνο, 1996). Οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο παραθέτουν ένα απόσπασμα από το βιβλίο του ντε Σαντ Ιουλιέττα (Histoire de Juliette, 1797) στο οποίο ο «πρίγκηπας» υποστηρίζει ότι «Η κυβέρνηση πρέπει να ρυθμίζει ακόμη και τον πληθυσμό, πρέπει να διαθέτει όλα τα μέσα για να τον εξολοθρεύει όταν τον φοβάται, να τον πολλαπλασιάζει όταν το θεωρεί αναγκαίο[…]» (Histoire de Juliette, 1797, όπως αναφέρεται στο Χορκχάιμερ & Αντόρνο, 1996, σελ. 154). Οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο σχολιάζουν: «Ο πρίγκηπας δείχνει το δρόμο που ο ιμπεριαλισμός, ως η πιο τρομακτική μορφή του Ορθού Λόγου (ratio), ανέκαθεν έπαιρνε» (Χορκχάιμερ & Αντόρνο, 1996, σελ. 155), και συνεχίζουν με ένα άλλο απόσπασμα από το ίδιο κείμενο του ντε Σαντ: «Κάντε άθεο το λαό που θέλετε να υποδουλώσετε και εξαχρειώστε τον» (Histoire de Juliette, 1797, όπως αναφέρεται στο Χορκχάιμερ & Αντόρνο, 1996, σελ. 154). Τα σχόλια του ντε Σαντ (καθώς προηγούνται του σύγχρονου εθνικισμού του δέκατου ένατου αιώνα) δεν κάνουν διάκριση μεταξύ του τρόπου που μια κυβέρνηση μεταχειρίζεται «τον δικό της» από τον τρόπο που μεταχειρίζεται οποιονδήποτε άλλον λαό· η βάναυσα σύγχρονη κυβερνητική νοοτροπία που περιγράφει ο ντε Σαντ στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα μπορεί επομένως να συσχετιστεί τόσο με την εσωτερική όσο και με τη διεθνή πολιτική. Το γεγονός ότι ο Χορκχάιμερ και ο Αντόρνο την ταυτίζουν με τον «ιμπεριαλισμό» απηχεί την αρχική μαρξική κατανόηση της έννοιας ως «Καισαρισμού». Εκτός από τον «πολιτισμικό ιμπεριαλισμό», η συνταγή που συνιστά ο «πρίγκηπας» προοικονομεί επίσης την έννοια της «βιοπολιτικής», όπως έμελλε να διατυπωθεί μερικές δεκαετίες αργότερα από τον Φουκό (ο οποίος σίγουρα γνώριζε τον ντε Σαντ). Λίγο πιο κάτω, στο ίδιο κεφάλαιο, οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο χρησιμοποιούν τη λέξη «ιμπεριαλιστικός» με μια πιο στενή και συμβατική έννοια, αναφερόμενοι στις «ιμπεριαλιστικές ληστρικές εκστρατείες» (Χορκχάιμερ & Αντόρνο, 1996, σελ. 171) του γερμανικού φασισμού.
Μερικά από τα σύντομα κομμάτια που αποτελούν τις Σημειώσεις [Notizen] του Χορκχάιμερ από τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 (Χορκχάιμερ, 1986) αγγίζουν το ζήτημα του ιμπεριαλισμού και του αντιιμπεριαλισμού, χωρίς ωστόσο να χρησιμοποιούν αυτές τις λέξεις. Το κείμενο Ένας κόσμος του 1956 στοχάζεται πάνω στην έννοια του «πολιτισμού» με τρόπο που θυμίζει μερικούς από τους στοχασμούς του Μαρξ για την αποικιοκρατία. Ο Χορκχάιμερ συνδέει εδώ την αποαποικιοποίηση με την κατάσταση πραγμάτων στη μεταφασιστική Ευρώπη, υποδηλώνοντας ότι μαζί με την αποικιοκρατία έχουν εγκαταλειφθεί και οι προοδευτικές πτυχές του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Το παράδειγμά του είναι το φιλελεύθερο καθεστώς τιμωρίας. Γράφει ότι στην Ευρώπη του δέκατου ένατου αιώνα οι άνθρωποι πίστευαν ότι «ακόμη κι ο χειρότερος δολοφόνος μπορεί να θεραπευτεί» αντί να εκτελεστεί (Χορκχάιμερ, 1986, σελ. 109). Οι «βάρβαρες» τιμωρίες θεωρούνταν ως κάτι που έκαναν οι βάρβαροι, αλλού, εκτός του πολιτισμού. «Σήμερα πετούν οι αστοί σε λίγες ώρες στη Σαουδική Αραβία, κάνουν δηλώσεις στον τύπο για τους κλέφτες που, όταν τους πιάνουν εκεί, τους κόβουν το χέρι —και διαπραγματεύονται στη συνέχεια ισότιμα με τους Σαουδάραβες. Αυτό μας παραπέμπει στην όμοια νοοτροπία που είχε ήδη εδραιωθεί από τον Hitler και τον Franco.». (Χορκχάιμερ, 1986, σελ. 109). Ο σαρκασμός του Χορκχάιμερ καταφέρεται εναντίον της διαλεκτικής της φιλελεύθερης προόδου: η αποικιοκρατία εξήγαγε τη σκληρότητα στο εξωτερικό και γεύτηκε τον πολιτισμό στο εσωτερικό, ενώ η κατάργησή της συνδέθηκε με την εγκατάλειψη όχι μόνο «[της] ιδεολογία[ς] της αποστολής του λευκού ανθρώπου, αλλά κι [αυτού του] ελάχιστο[υ] ως προς το οποίο πλεονεκτούσε ο λευκός απέναντι στον έγχρωμο. Αυτός ο πολιτισμός πληρώνει την αδικία του με την εξαφάνισή του, χάνεται μέσα στη φρίκη την οποία κάποτε ανέχτηκε» (Χορκχάιμερ, 1986, σελ. 109. Τροποποιημένη μετάφραση). Οι Ευρωπαίοι εξανίσταντο εναντίον της «βάρβαρης» σκληρότητας μόνο στον βαθμό που αυτό εξυπηρετούσε τον ιμπεριαλισμό, και μαζί με την άμεση αποικιακή κυριαρχία εγκατέλειψαν ακόμη και την υποκριτική κριτική τους στη σκληρότητα. Η ανθρωπιστική ουσία του πολιτισμού ήταν «η αποστροφή για τη φρίκη» που είχε εξαπολύσει σε εκείνους τους άλλους, τους οποίους ισχυριζόταν ότι εκπαίδευε στον πολιτισμό. Μια κριτική στάση θα λυπόταν για την απώλεια των χειραφετητικών πτυχών του φιλελεύθερου πολιτισμού, αλλά θα διατηρούσε την επίγνωση ότι ο δικός της ιμπεριαλισμός έχει επιφέρει αυτήν την απώλεια. Επομένως, η «βαρβαρότητα» που παρατηρείται, για παράδειγμα, στη Σαουδική Αραβία (που στην πραγματικότητα είναι εξαρτημένη από τη Δυτική υποστήριξη) «συμβολίζει αυτό που τώρα κερδίζει δύναμη στην Ευρώπη» (Χορκχάιμερ, 1986, σελ. 109). Ο πολιτισμός, ο οποίος μπόρεσε να είναι φιλελεύθερος μόνο ως μέσο διάκρισης από τα θύματα της αποικιοκρατίας, ξεπεράστηκε με λάθος τρόπο: προς τα πίσω και όχι προς τα εμπρός. Η καταστροφή του επισφαλούς φιλελευθερισμού του Δυτικού αστικού πολιτισμού οφείλεται τόσο στον φασισμό όσο και στο είδος της κοινωνίας που βγήκε νικήτρια από την πάλη με τον φασισμό. Στο σημείο αυτό είναι ενδεικτικό της ακραίας μεταπολεμικής πικρίας του Χορκχάιμερ —ως συμμετέχοντος παρατηρητή της παλινόρθωσης της Δυτικής Γερμανίας— ότι ο Χίτλερ και ο Φράνκο αναφέρονται σαν να «εδραίωσαν» απλώς την υπάρχουσα «νοοτροπία» και σαν η φιλική συνεργασία της μεταφασιστικής αστικής τάξης με τους Σαουδάραβες σεΐχηδες να ήταν το πραγματικό σκάνδαλο. (Επίσης, η έμμεση υπόδειξη του Χορκχάιμερ ότι ο ευρωπαϊκός πολιτισμός στο σύνολό του είχε κατά τον δέκατο ένατο αιώνα τουλάχιστον κάποιο «πλεονέκτημα απέναντι στους έγχρωμους ανθρώπους» δεν πείθει).
Οι μεταπολεμικές συζητήσεις του Μαρκούζε περί Ιμπεριαλισμού και Αντιιμπεριαλισμού
Σε αντίθεση με τους Χορκχάιμερ και Αντόρνο, ο Μαρκούζε συζήτησε ρητά την έννοια του ιμπεριαλισμού στα δύο πρώτα κεφάλαια του βιβλίου του Σοβιετικός Μαρξισμός (Μαρκούζε, χ.χ.), και σχολίασε επίσης τον ιμπεριαλισμό στο τελευταίο κεφάλαιο του Ένα δοκίμιο για την Απελευθέρωση (Μαρκούζε 1971). Σημειώνει ότι οι συζητήσεις για το «χρηματιστικό κεφάλαιο» και τον «ιμπεριαλισμό» ήταν μέρος μιας τάσης αναθεωρητισμού στη μαρξιστική θεωρία για την αντιμετώπιση των «αντιρευμάτων» στα κύρια μοτίβα της καπιταλιστικής δυναμικής όπως περιγράφονται από τον Μαρξ. Αυτά συζητήθηκαν στον δεύτερο και τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, αλλά θεωρήθηκε ότι παρέμεναν πλημμελώς θεωρητικοποιημένα στα γραπτά του Μαρξ (Μαρκούζε, χ.χ., σελ. 20). Γύρω στο 1900 ήταν ευρέως αποδεκτό ότι ο καπιταλισμός είχε εισέλθει σε ένα νέο, «οργανωμένο» στάδιο που έβλεπε μια καλύτερα αμειβόμενη και πιο ενσωματωμένη εργατική τάξη, αλλά αυτή η παρατήρηση ερμηνεύτηκε με διάφορους τρόπους. Μια «ρεφορμιστική» τάση προσδοκούσε ότι ο «οργανωμένος» και πιο ενοποιητικός καπιταλισμός θα παρείχε μια πλεονεκτική θέση στην εργατική τάξη, από όπου θα μπορούσε, με ολοένα μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, να οικοδομήσει το σοσιαλισμό, ενώ μια «ορθόδοξη» τάση, ειδικά στη λενινιστική της μορφή, έβλεπε στις ίδιες διαδικασίες την αναζωογόνηση του καπιταλισμού από μια «εργατική αριστοκρατία» που ήταν «διεφθαρμένη» από «τα μεγάλα μεροκάματα που της δίνονταν χάρη στα μονοπωλιακά υπερκέρδη» (Μαρκούζε, χ.χ., σελ. 21) και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι, όχι η οργανωμένη βιομηχανική εργατική τάξη, αλλά οι «εργάτες και αγρότες» σε χώρες που δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί και «διαφθαρεί» από τον βιομηχανικό καπιταλισμό θα έκαναν την επανάσταση (Μαρκούζε, χ.χ., σελ. 22). Ο Μαρκούζε επισημαίνει ότι η λενινιστική αναθεώρηση του μαρξισμού βασίστηκε στην υπόθεση ότι η μαρξική θεωρία αντικρούστηκε, αν όχι διαψεύστηκε, από την αποτυχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής να καταρρεύσει στο γύρισμα του αιώνα. Η θέση ότι ο Μαρξ υποτίμησε «τις οικονομικές και πολιτικές δυνατότητες του καπιταλισμού» (Μαρκούζε, χ.χ., σελ. 22), την οποία απορρίπτει ο Μαρκούζε, βρίσκεται στη βάση της ιδεολογίας του «αντιιμπεριαλισμού». Επομένως, η κριτική του λενινιστικού αναθεωρητισμού βρίσκεται στη βάση της απόρριψης του (λενινιστικού) «αντιιμπεριαλισμού» από την Κριτική Θεωρία. Η ιδέα ότι η βιομηχανική εργατική τάξη ήταν «διεφθαρμένη» και δωροδοκημένη από τα «υπερκέρδη» που αποκτήθηκαν στις αποικίες βασιζόταν σε μια στενή και δογματική αντίληψη για το τι θα περίμενε κανείς να κάνει μια «αδιάφθορη» εργατική τάξη, σε αντίθεση με μια κριτική ανάλυση του πραγματικού ρόλου της στην εξελισσόμενη καπιταλιστική κοινωνία. Ο Μαρκούζε ισχυρίζεται ότι «[α]κόμη και πριν απ’ τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο φάνηκε καθαρά ότι η “συνεργασιακή” μερίδα του προλεταριάτου ήταν ποσοτικά και ποιοτικά διαφορετική» (Μαρκούζε, χ.χ., σελ. 23) από μια μικρή «εργατική αριστοκρατία» και από συνδικαλιστές «προδότες». Το γεγονός ότι ο λενινισμός διατηρούσε ονομαστικά την ιδέα της κεντρικότητας της εργατικής τάξης, αλλά θεωρούσε την «εργατική αριστοκρατία» και τους συνδικαλιστές σε μεγάλο βαθμό «διεφθαρμένους», οδήγησε στην αντίληψη ότι το κόμμα, ως φορέας της «αληθινής» προλεταριακής συνείδησης, όφειλε να την επιβάλει στη «συνεργασιακή» μερίδα του προλεταριάτου (Μαρκούζε, χ.χ., σελ. 23). Καθώς η λενινιστική αντίληψη υιοθετεί από τον Χίλφερντινγκ την ιδέα ότι ο «ιμπεριαλισμός» είναι το όνομα ενός σταδίου στην ανάπτυξη του καπιταλισμού (αν και η αντίληψη του Χίλφερντινγκ για το τι χαρακτηρίζει αυτό το «στάδιο» είναι πολύ πιο ανοιχτή και πιο εκλεπτυσμένη από αυτήν του Λένιν), η αποδοχή της έννοιας του «ιμπεριαλισμού» με τη λενινιστική της σημασία συνεπάγεται επίσης αποδοχή της υποβόσκουσας άποψης ότι ο καπιταλισμός είναι πλέον αναγκασμένος να δωροδοκεί την εργατική τάξη στις αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες ώστε να μην καταρρεύσει. Για να το θέσουμε αντίστροφα: ένας επιτυχημένος αντιιμπεριαλισμός (καθοδηγούμενος ή συντονιζόμενος από μπολσεβίκικα κόμματα ως πρωτοπορίες) θα απέκοπτε τον καπιταλισμό από αυτό το έσχατο μέσο και θα άνοιγε τον δρόμο για την προλεταριακή επανάσταση. Ολόκληρη αυτή η αντίληψη στηρίζεται στην άκριτη αποδοχή της όχι-ιδιαίτερα-ευλογοφανούς σύλληψης αναφορικά με την κεντρική σημασία αυτών των «δωροδοκιών», με τη «διαφθορά» που υποτίθεται ότι παράγουν και με την αναγκαιότητα της αποικιοκρατίας και της αυτοκρατορικής στρατιωτικής επιθετικότητας για την παραγωγή των κεφαλαίων που πληρώνουν αυτές τις «δωροδοκίες». Επιπλέον, ο αντιιμπεριαλισμός (λενινιστικός ή άλλος) δεν μπορεί παρά να υποστηρίζει, ρητά ή σιωπηρά, τις έννοιες της «αυτοδιάθεσης των εθνών» και του αντιαποικιακού εθνικισμού. Οι περισσότερες μορφές του μαρξισμού, συμπεριλαμβανομένης της σοσιαλδημοκρατικής «ορθοδοξίας» στο πνεύμα του Κάουτσκι και του Χίλφερντινγκ, πιστώνουν στον καπιταλισμό πολύ μεγαλύτερη ευελιξία, εφευρετικότητα και ανοικτότητα ώστε να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του και να παρατείνει τη διάρκεια ζωής του.
Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την αποτυχία των σοσιαλιστικών επαναστάσεων στις βιομηχανικές χώρες, ο Λένιν υποστήριξε ότι ο καπιταλισμός —στην ανεπτυγμένη του μορφή ως ιμπεριαλισμός— επέζησε διαιρώντας τον κόσμο (πλην της Σοβιετικής Ρωσίας) σε δύο στρατόπεδα, συγκεκριμένα στις νικηφόρες χώρες (κυρίως Βρετανία και Ηνωμένες Πολιτείες) που εκμεταλλεύονται τις «νικημένες χώρες» (κυρίως τη Γερμανία) και την «Ανατολή» (Μαρκούζε, χ.χ., σελ. 39). Ο αντιαποικιακός εθνικισμός ήταν ζωτικής σημασίας σε αυτήν τη σύγκρουση. Ενώ ο αποικιακός ιμπεριαλισμός επέτρεψε στις Δυτικές χώρες να συνεχίσουν να «δωροδοκούν» τις εργατικές τάξεις τους (αποτρέποντας τη σταδιακή ωρίμανση του σοσιαλισμού σε αυτές τις χώρες, που διαφορετικά θα ήταν η αναμενόμενη εξέλιξη), οι συγκρούσεις που περιλαμβάνει αυτή η κατάσταση δίνουν επίσης στη Σοβιετική Ένωση την απαραίτητη «ανάπαυλα» για να εκβιομηχανίσει και να προετοιμάσει τη μετάβαση στο σοσιαλισμό, βασικά μέσω της ανάπτυξης του «κρατικού καπιταλισμού»9 . Η παρουσίαση του Μαρκούζε καθιστά σαφές ότι ολόκληρη αυτή η θεωρητική κατασκευή είχε ελάχιστα, έως καθόλου, κοινά με τη μαρξική θεωρία, σίγουρα όχι στην προοπτική της Κριτικής Θεωρίας.
Στο Αλληλεγγύη, το τελευταίο κεφάλαιο του κειμένου Ένα Δοκίμιο για την Απελευθέρωση, ο Μαρκούζε περιγράφει τη σύγχρονη κοινωνία των ΗΠΑ με όρους που ακολουθούν αλλά και τροποποιούν τις σοσιαλδημοκρατικές και λενινιστικές αναλύσεις που συζητήθηκαν κατά τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα: είναι μια βιομηχανική, «προηγμένη κεφαλαιοκρατική χώρα» (Μαρκούζε, 1971, σελ. 113), όπου «η ενσωμάτωση της εργατικής τάξης είναι το αποτέλεσμα διαρθρωτικών οικονομικο-πολιτικών διαδικασιών (συντηρούμενη υψηλή παραγωγικότητα· ευρείες αγορές· νεοαποικιοκρατία· διευθυνόμενη δημοκρατία) και όπου οι ίδιες οι μάζες είναι δυνάμεις συντηρητισμού και σταθεροποίησης.» (Μαρκούζε, 1971, σελ. 114. Τροποποιημένη μετάφραση). Μια τέτοια κοινωνία δεν μπορεί πλέον να
αυξάνεται με τους δικούς της πόρους, με τη δική της αγορά, κι από το ομαλό εμπόριο με άλλες περιοχές. Έχει γίνει δύναμη ιμπεριαλιστική που, με την οικονομική και τεχνική διείσδυση και την ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση, έχει μεταμορφώσει εκτεταμένα τμήματα του Τρίτου Κόσμου σ’ εξαρτημένες χώρες (Μαρκούζε, 1971, σελ. 114).
Ο Μαρκούζε γράφει ότι «η πολιτική της» διαφέρει «από τον κλασικό ιμπεριαλισμό» λόγω του ψυχροπολεμικού πλαισίου που αντικαθιστά τις απαιτήσεις «των προσοδοφόρων επενδύσεων» (Μαρκούζε, 1971, σελ. 114). Κατά συνέπεια, ο «κλασικός» ιμπεριαλισμός θα αφορούσε απλώς την αναζήτηση κερδοφόρων επενδύσεων. Σε αντιδιαστολή με τον λενινιστικό «αντιιμπεριαλισμό», ο Μαρκούζε δεν υιοθετεί την άποψη ότι το «χρηματιστικό κεφάλαιο» παίζει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο. Μια δεύτερη βασική διαφορά έγκειται στην ταξική ανάλυση του Μαρκούζε: από τη μια πλευρά, υποστηρίζει ότι στις προηγμένες βιομηχανικές χώρες η εργατική τάξη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «το επαναστατικό υποκείμενο», καθώς ένα τέτοιο υποκείμενο μπορεί να αναδυθεί μόνο στη διαδικασία του αγώνα. Καθώς καμία τάξη, ή γενικότερα, καμία κατηγορία πληθυσμού στην προηγμένη καπιταλιστική κοινωνία, δεν βρίσκεται επουδενί πλέον έξω από την κοινωνία, δεν υπάρχει ως εκ τούτου επαναστατικό υποκείμενο που να περιμένει να επαναστατήσει, να «διαφθαρεί» ή να προδοθεί προσωρινά από συνδικαλιστικά ή άλλα, πιθανώς προδοτικά, στοιχεία. Από την άλλη πλευρά, αποκλείει επίσης (έμμεσα) την πολιτική του εθνικιστικού «λαϊκού μετώπου» στις χώρες του «Τρίτου Κόσμου» όταν τονίζει ότι «μια φιλελεύθερη αστική τάξη ικανή να συμμαχήσει με τους φτωχούς και να καθοδηγήσει τον αγώνα τους δεν υπάρχει» (Μαρκούζε, 1971, σελ. 115): το προλεταριάτο του Τρίτου Κόσμου που είναι «αγροτικό στη μεγάλη πλειονότητά του, υφίσταται τη διπλή καταπίεση που ασκείται από τις εγχώριες άρχουσες τάξεις και εκείνες των ξένων μητροπόλεων» (Μαρκούζε, 1971, σελ. 115). Το βασικό επιχείρημα σε αυτό το στάδιο της επιχειρηματολογίας του είναι ότι ο αναπτυγμένος ιμπεριαλισμός (όπως αυτό που θα ονομάζαμε σήμερα «παγκοσμιοποίηση») έχει δημιουργήσει την ανάγκη να σκεφτόμαστε τον κόσμο ως μια μονάδα:
Εν πάση περιπτώσει, εξ αιτίας της εξέλιξης του ιμπεριαλισμού, οι αναπτύξεις στον Τρίτο Κόσμο έχουν σχέση με τη δυναμική του Πρώτου Κόσμου, κι οι δυνάμεις αλλαγής εκεί πέρα δεν είναι άσχετες με τα εδώ· το «εξωτερικό προλεταριάτο» είναι βασικός παράγοντας δυνητικής αλλαγής μέσα στα πλαίσια της κυριαρχίας της συνασπισμένης κεφαλαιοκρατίας (Μαρκούζε, 1971, σελ. 115).
Ομοίως, οι «εγχώριες δικτατορίες» υποστηρίζονται όλο και περισσότερο από «τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις» (Μαρκούζε, 1971, σελ. 115). Ως εκ τούτου, «οι προϋποθέσεις για την απελευθέρωση και την ανάπτυξη του Τρίτου Κόσμου πρέπει να αναδυθούν στις προηγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες» (Μαρκούζε, 1971, σελ. 116): οι τελευταίες πρέπει να αποδυναμωθούν εκ των έσω σε τέτοιο βαθμό ώστε να εγκαταλείψουν την υποστήριξή τους στις δικτατορίες του Τρίτου Κόσμου. Ο Μαρκούζε υποστηρίζει, ενάντια στην αντίληψη ότι η παγκόσμια επανάσταση που θα τερμάτιζε το καπιταλιστικό σύστημα θα μπορούσε να ξεκινήσει στην περιφέρεια, ότι «[η] αλυσίδα της εκμετάλλευσης πρέπει να σπάσει στον ισχυρότερο κρίκο της» (Μαρκούζε, 1971, σελ. 117. Τροποποιημένη μετάφραση), δηλαδή στις προηγμένες χώρες. Ο Μαρκούζε ασπάζεται εδώ την κλασική μαρξική θέση ενάντια στη λενινιστική θέση. Ωστόσο, εκτιμά ότι οι αντάρτικοι αγώνες του Τρίτου Κόσμου έχουν τεράστιο ιδεολογικό αντίκτυπο στη Νέα Αριστερά στις Ηνωμένες Πολιτείες:
Η Κουβανέζικη Επανάσταση και οι Βιετκόνγκ το έχουν αποδείξει: μπορεί να γίνει· υπάρχει κάποια ηθική, υπάρχει κάποια ανθρωπότητα, υπάρχει κάποια θέληση και κάποια πίστη που μπορούν ν’ αντισταθούν και ν’ αποτρέψουν τη γιγάντια τεχνική και οικονομική ισχύ της κεφαλαιοκρατικής εξάπλωσης. Περισσότερο κι απ’ τον «σοσιαλιστικό ανθρωπισμό» του νεανικού Μαρξ, αυτή η βίαιη αλληλεγγύη στην υπεράσπιση, αυτός ο στοιχειακός σοσιαλισμός στη δράση, έχει δώσει μορφή και υπόσταση στον ριζοσπαστισμό της Νέας Αριστεράς· απ’ την ιδεολογική αυτή άποψη επίσης, η εξωτερική επανάσταση έχει γίνει ουσιώδες τμήμα της αντίθεσης μέσα στις κεφαλαιοκρατικές μητροπόλεις. Η παραδειγματική, ωστόσο, δύναμη, η ιδεολογική δύναμη της εξωτερικής επανάστασης, μπορεί να φτάσει σε πλήρη άνθηση μόνο αν η εσωτερική δομή και συνοχή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος αρχίσει να αποδιοργανώνεται (Μαρκούζε, 1971, σελ. 116-117).
Οι αναφορές του Μαρκούζε στην κουβανική επανάσταση και στους Βιετκόνγκ ως δύο εκπρόσωπους του «στοιχειακού σοσιαλισμού», της ηθικής και της πίστης φαίνονται μάλλον παράξενες και είναι πιθανώς μοναδικές στο πλαίσιο της Κριτικής Θεωρίας της Σχολής της Φρανκφούρτης10 . Επιπλέον, η θέση του για την ενότητα του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος έρχεται σε αντίφαση με το επιχείρημά του για τις θεμελιωδώς διαφορετικές συνθήκες στις προηγμένες χώρες και τις χώρες του Τρίτου Κόσμου: οι Βιετκόνγκ και η Νέα Αριστερά στις Ηνωμένες Πολιτείες δύσκολα θα μπορούσαν να αντιπροσωπεύουν πιο διαφορετικά είδη οργανώσεων, με αποτέλεσμα η από μέρους του υποστήριξη της πρώτης ως κατάλληλης για το Βιετνάμ (αλλά καθόλου για τις Ηνωμένες Πολιτείες) να έχει μια συγκαταβατική και «ευρωκεντρική» χροιά11 .
Το ιστορικό πλαίσιο της εμφάνισης της αντιιμπεριαλιστικής ιδεολογίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο
Δύο πτυχές του κοσμοϊστορικού πλαισίου είναι κυρίως υπεύθυνες για την τεράστια εξάπλωση της αντιιμπεριαλιστικής ιδεολογίας στη μεταπολεμική εποχή: η επέκταση και η εδραίωση της σταλινικής σφαίρας εξουσίας και η θεωρούμενη συνέχεια μεταξύ του αντιφασισμού της περιόδου του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και της αποαποικιοποίησης αμέσως μετά τον πόλεμο. Αυτές οι δύο τάσεις ήταν αρχικά ως επί το πλείστον ξεχωριστά φαινόμενα.
Σε μια συζήτηση πάνω στο το ερώτημα γιατί ο αντιιμπεριαλισμός έπαιξε έναν ολοένα και πιο κεντρικό ρόλο στη σκέψη της δημοσιογράφου Ουλρίκε Μάινχοφ [Ulrike Meinhof], η οποία εξελίχθηκε από μια χριστιανή ειρηνίστρια σε ιδρυτικό μέλος της ομάδας «αντάρτικου πόλης» Φράξια Κόκκινος Στρατός (RAF), ο Πέτερ Μπρίκνερ [Peter Brückner] υποστηρίζει ότι αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχε μια ευρέως διαδεδομένη αντίληψη περί συνέχειας του αγώνα κατά του φασισμού και του εθνικοσοσιαλισμού με τον αγώνα κατά της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού. Ως παράδειγμα επισημαίνει την πολυσυζητημένη σφαγή από τα γαλλικά στρατεύματα χιλιάδων συμμετεχόντων σε μια διαδήλωση υπέρ της ανεξαρτησίας στο Σετίφ της Αλγερίας, που έλαβε χώρα με την ευκαιρία των εορτασμών της συνθηκολόγησης του Τρίτου Ράιχ στις 8 Μαΐου 1945 (Brückner, 2006, σελ. 106. Gerber, 2010, σελ. 209). Κατά τη διάρκεια του πολέμου της ανεξαρτησίας (1954–62) το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο Αλγερίας (FLN) αναφερόταν συνεχώς σε αυτό το εξαιρετικά συμβολικό γεγονός. Ομοίως, η ανεξαρτησία του Βιετνάμ ανακηρύχθηκε λίγο μετά τη συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας τον Σεπτέμβριο του 1945. Υποτελείς από τις αποικίες πολέμησαν στα περισσότερα μέτωπα κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, ειδικά στον γαλλικό στρατό. Ο Φραντς Φανόν είναι ένα τέτοιο παράδειγμα (Gerber, 2010, σελ. 260). Ο Μπρίκνερ αναφέρει την περίπτωση του Αλγερινού κομμουνιστή Ζαν Φαρούτζια [Jean Farrugia], ο οποίος ήταν τρόφιμος στο Νταχάου καθώς και στις γαλλικές φυλακές στην Αλγερία και γενικότερα βίωσε τον «μαζικό ρατσιστικό τρόμο κατά των Αλγερινών εργατών» ιδίως στο Παρίσι (Brückner, 2006, σελ. 107). Το γεγονός ότι η εξάπλωση της οικουμενικής αντιφασιστικής ιδεολογίας δημιούργησε προσδοκίες για ανεξαρτησία, οι οποίες γρήγορα διαψεύστηκαν, αναμφισβήτητα συνέβαλε στη μεταφορά του κύρους της αντιφασιστικής στην αντιιμπεριαλιστική ιδεολογία, αλλά και στην υπονόμευσή της στα μυαλά τόσο των αντιαποικιακών κινημάτων σε αυτό που τότε ονομάστηκε «Τρίτος Κόσμος» όσο και των αριστερών διανοουμένων στην Ευρώπη12 . Ένας άλλος συνδετικός κρίκος ήταν το γεγονός ότι ο αντιαποικιακός αγώνας στην Αγκόλα δόθηκε ενάντια στη φασιστική δικτατορία του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία, η οποία υποστηριζόταν από τη Δυτική Γερμανία, την Ισπανία (υπό τον Φράνκο) και τη Γαλλία (Brückner, 2006, σελ. 116). Η Δυτική Γερμανία είχε επίσης έντονη εμπλοκή στη Νότια Αφρική, στην Αγκόλα, στη Μοζαμβίκη και στη Ροδεσία, μεταξύ άλλων.
Δεδομένων αυτών των γεγονότων, δεν προκαλεί έκπληξη, και είναι μάλιστα απολύτως δικαιολογημένο, το γεγονός ότι τα κινήματα διαμαρτυρίας έδωσαν έμφαση στις συνέχειες μεταξύ του φασισμού, του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού της ναζιστικής Γερμανίας, της διεθνούς οικονομικής πολιτικής της μεταφασιστικής Δυτικής Γερμανίας και άλλων δυτικοευρωπαϊκών κρατών, και της αποικιοκρατίας εν γένει. Αυτό όμως που υπήρξε μια λογική ερμηνεία της διεθνούς πολιτικής οικονομίας εκείνη την εποχή μετατράπηκε σταδιακά σε έναν ολοένα και πιο ανορθολογικό λόγο, όταν επικαθορίστηκε από μια φετιχοποιημένη, δογματική έννοια του «ιμπεριαλισμού», η οποία εμπλουτίστηκε περαιτέρω με στοιχεία υπερσυντηρητικής και φασιστικής αντιδυτικής «κριτικής του πολιτισμού» («Kulturkritik») με όρους απληστίας, παρακμής, ηθικού εκφυλισμού, κοινωνικής διάβρωσης, καταναλωτισμού, ατομικισμού, μαμωνισμού, εκθήλυνσης κ.λπ.13 . Σε αυτήν τη μεταμόρφωση ενδέχεται να συνέβαλε η αυξανόμενη σημασία των Ηνωμένων Πολιτειών στην υπεράσπιση του «ιμπεριαλισμού» στο Βιετνάμ και αλλού: το γεγονός ότι η πρώην αστικοδημοκρατική ουτοπία του Νέου Κόσμου θεωρήθηκε ότι στήριζε τις πιο αντιδραστικές δυνάμεις του Παλαιού Κόσμου επέτρεψε να εισέλθουν στην εικόνα στοιχεία του παραδοσιακού ευρωπαϊκού αντιαμερικανισμού, μιας αντιδημοκρατικής ιδεολογίας με ρίζες στον εθνικιστικό φιλελευθερισμό, καθώς και στον συντηρητισμό και στον φασισμό και με αντισημιτικές συνδηλώσεις (Croquembouches, 2002. Fried, 2012, 2014. Fischer, 2015).
Ο Μπρίκνερ επισημαίνει ακόμη μια σημαντική αλλαγή που οδήγησε γύρω στο 1968 σε μια «αποδιαλεκτικοποίηση», η οποία εκφράστηκε με συνθήματα όπως «Το Βιετνάμ είναι παντού». Σε κριτικές συζητήσεις της εποχής δηλωνόταν ξεκάθαρα ότι η εξίσωση των συνθηκών —για παράδειγμα— στο Βερολίνο με εκείνες στη Σαϊγκόν ήταν προσβλητική για τους Βιετναμέζους (Brückner, 2006, σελ. 140). Ο Μαρκούζε είχε δηλώσει σε μια δημοσίευση του 1967 που αναγνώστηκε ευρέως ότι οι αντιαποικιακοί αγώνες έπρεπε να υποστηριχθούν από την «επανενεργοποίηση του εργατικού κινήματος» στα καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης (Brückner, 2006, σελ. 137): αντιλαμβανόταν ότι η αλληλεγγύη με τους αντιαποικιακούς αγώνες ήταν αμοιβαία επωφελής, διότι η οικουμενικοποίηση των αγώνων θα επέτρεπε στους κοινωνικούς αγώνες στις βιομηχανικές χώρες να αποβάλουν τους εθνικούς τους περιορισμούς. Ο Μαρκούζε δεν πρότεινε, ωστόσο, ότι αυτοί οι αγώνες ήταν ταυτόσημοι: πρότεινε ότι ήταν διαφορετικοί αλλά συμπληρωματικοί. Ομοίως, ο Μπρίκνερ απορρίπτει την έννοια του προλεταριάτου, που θεωρείται «υποκείμενο της επανάστασης», ως «ενσάρκωση [Inbegriff] όλων των εκμεταλλευόμενων» παγκοσμίως, θέση η οποία απαντάται στα γραπτά της Ουλρίκε Μάινχοφ και άλλων. Δηλώνει ότι μια τέτοια «ενσάρκωση» ή ουσιοκρατική έννοια είναι μια «κακή αφαίρεση» και μια ιδεαλιστική αυταπάτη, και υποστηρίζει ότι «η πολιτική ταυτότητα (ποιοι είμαστε; πώς μπορούμε να γίνουμε πραγματικά αυτό που είμαστε δυνητικά; … πού μαθαίνουμε;)» πρέπει να προέρχεται από τη «συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα» και όχι από «αρχές» και «θεωρίες» (Brückner, 2006, σελ. 161, οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο).
Οι υποστηρικτές των «εθνικιστικών-λαϊκιστικών αναπτυξιακών προγραμμάτων», των οποίων θα ηγείται η υποτιθέμενη «παραγωγική εθνική αστική τάξη που απειλείται από τον παγκόσμιο χρηματιστικό καπιταλισμό», συχνά επικαλούνται την ιδέα, κοινή στους λόγους εναντίον του νεοφιλελευθερισμού μετά το 1991, της «χρηματιστικοποίησης του παγκόσμιου καπιταλισμού η οποία επιβάλλεται πολιτικά από τα παρασιτικά κυρίαρχα συμφέροντα των ΗΠΑ που επιδιώκουν την απόσπαση προσόδου» (Bonnet, 2002, σελ. 115). Η ιδέα αυτή απηχεί τόσο τη λενινιστική θέση για τον ιμπεριαλισμό όσο και τις πιο ακατέργαστες αντισημιτικές αντιλήψεις για τους τραπεζίτες ως αιμοβόρα παράσιτα. Σε ένα συναφές επιχείρημα, ο Μόισε Ποστόουν [Moishe Postone] αναφέρθηκε στον «νέο αντιιμπεριαλισμό» της περιόδου μετά το 1991. Υποστηρίζει ότι η αναγωγή ή η φετιχοποίηση του αντιιμπεριαλισμού στον αντιαμερικανισμό συσκοτίζει αυτό που παλαιότερα αποκαλούνταν «ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί», όπως αυτοί που οδήγησαν στους δύο παγκόσμιους πολέμους του εικοστού αιώνα, ακριβώς τη στιγμή που αυτοί μπορεί να βρίσκονται σε διαδικασία επανεμφάνισης μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου (Postone, 2006, σελ. 97-110).
Αντιιμπεριαλισμός, εθνικισμός και κρατική υπόσταση
Στο πιο θεμελιώδες επίπεδο, η έννοια του «ιμπεριαλισμού» απορρίπτεται από την Κριτική Θεωρία της Σχολής της Φρανκφούρτης ως εγγενώς εθνικιστική και κρατικίστικη. Η Μπράουνμιλ [Claudia Braunmühl] επισημαίνει ότι «οι σημερινοί ορισμοί αναπαριστούν τον ιμπεριαλισμό ως “πρόβλημα υπερχείλισης”», που σημαίνει ότι «ένα εθνικό κεφάλαιο που κάποτε περιοριζόταν σε εσωτερική κλίμακα, πλέον αναπαράγεται εξωτερικά σε αυξανόμενο βαθμό και έτσι παράγει ιμπεριαλισμό» (Braunmühl, 1978, σελ. 160). Η έννοια του «ιμπεριαλισμού» προϋποθέτει λογικά «τη συγκεκριμένη διαίρεση της παγκόσμιας αγοράς σε εθνικά κράτη». Πολιτικά αυτό σημαίνει ότι «η συσσώρευση εθνικών κεφαλαίων αποκτά ξαφνικά τη δική της νομιμοποίηση μπροστά στην παρέμβαση εξωτερικών κεφαλαίων» (Braunmühl, 1978, σελ. 160). Η Μπράουνμιλ απορρίπτει την «παραδοσιακή άποψη που θέλει το κράτος να καθορίζεται σε πρώτη φάση από εσωτερικές διαδικασίες, στις οποίες προσαρτώνται, τρόπον τινά, δευτερογενώς εξωτερικοί προσδιοριστικοί παράγοντες» (Braunmühl, 1978, σελ. 161). Αυτή η οπτική ονομάστηκε (μεθοδολογικός) «κρατισμός» και επικρίθηκε πιο πρόσφατα από τον Σονγκ [Hae-Yung Song] (2011), σε συνέχεια της Μπράουνμιλ. Αντί του «κρατισμού», απαιτείται μια διαλεκτική θεώρηση της σχέσης μεταξύ μεμονωμένων εθνικών κρατών και του «ιμπεριαλιστικού συστήματος» (Μπράουνμιλ) ή του «παγκόσμιου συστήματος» (Βάλερσταϊν), καθώς τα σύγχρονα κράτη —τα περισσότερα από τα οποία αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως «έθνη»— και η σύγχρονη καπιταλιστική παγκόσμια αγορά (συμπεριλαμβανομένων των φαινομένων που γενικά αντιμετωπίζονται ως «ιμπεριαλισμός») αναδύθηκαν ιστορικά και λογικά μαζί.
Οι υποστηρικτές του «αντιιμπεριαλισμού» αναγκάζονται από την ίδια τη λογική του επιχειρήματός τους να διακρίνουν τον «καλό» εθνικισμό της περιφέρειας από τον «κακό» εθνικισμό των μητροπόλεων (ISF, 1990, σελ. 128). Οι λογικές προϋποθέσεις αυτού του τύπου επιχειρήματος πιθανόν να μην ήταν αντιληπτές στους αρχικούς συγγραφείς, κυρίως στον Λένιν, αλλά τείνουν να επιβεβαιωθούν μέσα από την ιστορική εκδίπλωση της έννοιας.
Το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση βασίζεται στην ιδεαλιστική αντίληψη ότι το κράτος […] θα μπορούσε να είναι η πραγματική έκφραση της βούλησης της εκλογικής του βάσης. Αυτός ο λόγος ένωσε τον δημοκράτη αστό Γουίλσον14 με τον επαναστάτη Ιακωβίνο Λένιν, καθώς και με πολλούς άλλους εθνικιστές του κλασικού φιλελευθερισμού όπως ο Τέοντορ Χερτζλ (ISF, 1990, σελ. 129).
Οι κριτικές στις αντιλήψεις των μπολσεβίκων αναφορικά με το σοσιαλιστικό κράτος ως «κράτος ολόκληρου του λαού» και αναφορικά με «το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση», όπως αυτές οι κριτικές διατυπώθηκαν τα χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, από τον Άντον Πάνεκουκ, από τον Χέρμαν Γκόρτερ [Hermann Gorter] και από άλλους, είχαν ανακαλυφθεί εκ νέου από εκείνο το μέρος του κινήματος των τελών της δεκαετίας του 1960 στη Γερμανία που ήταν επηρεασμένο από τη Σχολή της Φρανκφούρτης. Αυτό δεν ήταν καθόλου τυχαίο καθώς αυτές οι κριτικές ήταν μέρος του ιστορικού αστερισμού εκ του οποίου είχε αναδυθεί η τελευταία κατά τη δεκαετία του 1920. Ωστόσο, δεν είχαν διαμορφώσει επαρκώς την πολιτική συνείδηση των περισσότερων μελών του κινήματος ώστε να αποτρέψουν την αναβίωση του λενινιστικού «αντιιμπεριαλισμού» κατά τη δεκαετία του 1970.
Και τα τρία στοιχεία της σύλληψης του δικαιώματος των εθνών να σχηματίζουν ένα ανεξάρτητο κράτος κλίνουν προς τη μυστικοποίηση: Το «κράτος» φαντάζει ως εκφραστής του «λαού» του (αντί να είναι η πολιτική μορφή των κοινωνικών σχέσεων εκμετάλλευσης και καταπίεσης)· τα «έθνη» φαντάζουν ως προϋπάρχοντα της σύστασής τους ως κράτη· και η ιδέα ότι έχουν «δικαιώματα» αναγκάζει κάποιον να τα φανταστεί ως υποκείμενα που διαθέτουν κάποιου είδους προσωπικότητα. Η κατανόηση του «έθνους» πάνω στην οποία θεμελιώνεται αυτή η αντίληψη διαθέτει φυσικά μια αδιάσειστη, εύλογη αληθοφάνεια για άτομα που είναι μέλη ήδη εδραιωμένων εθνικών κρατών (καθώς θα έχουν ξεχάσει το γεγονός ότι το έθνος «φτιάχτηκε» ή «εφευρέθηκε» σε κάποια στιγμή της ιστορίας), αλλά στην πράξη δημιουργεί αντί να λύνει προβλήματα, ειδικά όταν διαφορετικές ομάδες εθνικοτήτων διεκδικούν την ίδια περιοχή. Αυτό συμβαίνει αναπόφευκτα σε όλες τις περιπτώσεις απόσχισης, αλυτρωτισμού και εθνικοτήτων της διασποράς —δηλαδή στις περισσότερες περιπτώσεις, καθώς η ανθρώπινη ιστορία έχει δημιουργήσει ελάχιστες επικράτειες αρκετά μεγάλες ώστε να σχηματίσουν ένα βιώσιμο σύγχρονο κράτος και να κατοικούνται από μια ενιαία εθνοτική ή εθνική ομάδα. Όσοι υπερασπίζονται και στοχεύουν, ως κρατικοί αξιωματούχοι, να διαχειριστούν και να επιδικάσουν αξιώσεις που βασίζονται στο «δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση» αναγκάζονται συνεχώς να συζητούν και να καθορίζουν «τι είναι έθνος».
Για διάφορους ιστορικούς λόγους, μια από τις πιο εμφανείς περιπτώσεις (στην Ευρώπη) ενός διασπορικού έθνους που, στο πλαίσιο μιας περιόδου γενικευμένης οικοδόμησης εθνών-κρατών, αμφισβητήθηκε με τέτοιους όρους, είναι αυτή των Εβραίων. Καθώς οι Εβραίοι αποτελούσαν —τουλάχιστον στην Ανατολική Ευρώπη— ένα ισχυρό στοιχείο του εργατικού κινήματος, η διαμάχη για την εβραϊκή εθνικότητα έγινε κρίσιμο επίδικο μόλις το εργατικό κίνημα συζήτησε το εθνικό ζήτημα. Το ερώτημα για το κατά πόσο οι Εβραίοι αποτελούσαν έθνος απαντήθηκε ποικιλοτρόπως. Αυτό είναι σχετικό με τη συζήτηση περί «αντιιμπεριαλισμού» επειδή, κατά τη λενινιστική εκδοχή, το κύριο κριτήριο για τον καθορισμό της εγκυρότητας της αξίωσης ενός έθνους για αυτοδιάθεση είναι εάν αυτό εμπίπτει στην κατηγορία των περιφερειακών ή των μητροπολιτικών εθνικισμών. Ο σιωνισμός έχει τοποθετηθεί και στις δύο κατηγορίες, ανάλογα με το πλαίσιο. Η μορφή του αντισιωνισμού που απέκτησε μεγάλη επιρροή στη δεκαετία του 1970 τον κατέταξε στους μητροπολιτικούς και ιμπεριαλιστικούς (άλλες μορφές αντισιωνισμού των οποίων η απόρριψη ενός «εβραϊκού κράτους» δεν βασιζόταν στο υποτιθέμενο «ιμπεριαλιστικό» του χαρακτήρα αλλά στον αξιακό μαρξικό αντιεθνικισμό, είτε στις φιλελεύθερες ιδέες του πολιτιστικού πλουραλισμού ή σε συγκεκριμένες θρησκευτικές ή πολιτιστικές ιδέες για τη φύση του ιουδαϊσμού, έχουν γίνει αντίστοιχα ολοένα και πιο περιθωριακές, τουλάχιστον εκτός Ισραήλ).
Αν και η αρχή του «δικαιώματος των εθνών στην αυτοδιάθεση» μπορεί καταρχήν να αποτελέσει τη βάση για την αναζήτηση μιας «πολυπολιτισμικής» πολιτικής συμβιβασμού στο πλαίσιο της φιλελεύθερης-δημοκρατικής πολιτικής, στην αντιιμπεριαλιστική της άρθρωση τείνει προς τον εθνοτικό απολυταρχισμό: όταν ο «ιμπεριαλισμός» είναι «το τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού» (σε αντίθεση με μια διάσταση του καπιταλισμού μεταξύ άλλων), τότε ο ανταγωνισμός μεταξύ μητροπολιτικού κέντρου και εκμεταλλευόμενης περιφέρειας γίνεται το αποφασιστικό κριτήριο για τον καθορισμό της πολιτικής. Ίσως το πιο θεμελιώδες πρόβλημα του λενινιστικού αντιιμπεριαλισμού είναι η κρατικοκεντρική εστίασή του: καθώς τα κράτη ή οι χώρες είναι η βασική μονάδα ανάλυσης, οποιοδήποτε κράτος ή έθνος θεωρείται είτε ιμπεριαλιστικό είτε όχι. Αυτό διαφέρει από λιγότερο εθνικιστικές προσεγγίσεις, όπως η «ανάλυση κοσμοσυστημάτων» του Βάλερσταϊν, η οποία αναγνωρίζει ότι μπορούν να υπάρχουν εντός της ίδιας χώρας διαδικασίες παραγωγής που προσιδιάζουν στο κέντρο καθώς και διαδικασίες παραγωγής που προσιδιάζουν στην περιφέρεια, υπονοώντας ότι η κρατική υπόσταση δεν είναι παρά ένα δομικό στοιχείο μεταξύ πολλών άλλων σε ένα καπιταλιστικό σύστημα που είναι πρώτα από όλα παγκόσμιο. Αυτή η προοπτική συντονίζεται με τον αντιλενινισμό που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες μορφές μαρξισμού που προέρχονται από την Κριτική Θεωρία της Σχολής της Φρανκφούρτης (όπως ο Ανοιχτός Μαρξισμός).
Ο μονοδιάστατος αντιιμπεριαλισμός δημιουργεί ένα πεδίο διαλόγου που αναγκάζει τους υποστηρικτές του να βρουν λόγους για τους οποίους ένα σύνολο εθνικιστικών αξιώσεων είναι πιο έγκυρο από κάποιο άλλο που το ανταγωνίζεται. Η αποδοχή της ανορθολογικής πρότασης να τοποθετηθεί ο «ιμπεριαλισμός», αντί της πολύ ευρύτερης έννοιας του «καπιταλισμού», στο επίκεντρο της πολιτικής ανάλυσης ανοίγει τον δρόμο στην περαιτέρω αποδοχή ακόμη πιο ανορθολογικών πρόσθετων επιχειρημάτων. Η αντιιμπεριαλιστική οπτική για το Ισραήλ είναι ίσως το καλύτερα τεκμηριωμένο παράδειγμα αυτού του συλλογιστικού ολισθηρού κατήφορου. Η αντιιμπεριαλιστική υποστήριξη του παλαιστινιακού εθνικισμού επιχειρηματολογεί υπέρ της εναντίωσης στον ισραηλινό εθνικισμό επειδή το Ισραήλ επιδίδεται σε ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση των μη ισραηλινών Παλαιστινίων. Αυτό θα μπορούσε απλώς να σημαίνει ότι, από δύο κατά τα άλλα ανάλογα σχέδια οικοδόμησης κράτους, το ένα εμπλέκεται με μεγαλύτερη επιτυχία στην καπιταλιστική εκμετάλλευση από ό,τι το άλλο, δημιουργώντας έτσι μια ανισότητα που πρέπει να αποκατασταθεί. Τα κινήματα αλληλεγγύης από μακριά θα μπορούσαν να συνεισφέρουν σε αυτήν τη συζήτηση εκφράζοντας την προσδοκία, που συνήθως έχουν οι σοσιαλιστές, ότι η πιο ισότιμη ανάπτυξη των καπιταλιστικών εθνικών οικονομιών δημιουργεί καλύτερες συνθήκες για χειραφετητικά κινήματα, συμπεριλαμβανομένων των εργατικών και των γυναικείων κινημάτων, που θα μπορούσαν τελικά να ξεπεράσουν τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Μια τέτοια πρόταση θα μπορούσε να υποβληθεί σε ορθολογική ανάλυση και συζήτηση. Ωστόσο, αυτή δεν είναι η βασική δομή του αντιιμπεριαλιστικού λόγου για το Ισραήλ, ο οποίος φαίνεται να χαρακτηρίζεται από δύο πράγματα: κατά πρώτον, ο αντιιμπεριαλιστικός λόγος μεταχειρίζεται με τρόπο ομογενοποιητικό και ουσιοκρατικό τον εθνικισμό που έχει αναγορεύσει σε εθνικισμό «της περιφέρειας» και τείνει να ασπάζεται όλα τα πολιτισμικά, θρησκευτικά και πολιτικά στοιχεία του, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που τοποθετούνται ρητά εναντίον της χειραφέτησης και του σοσιαλισμού· κατά δεύτερον, αποδέχεται μια συλλογιστική ακολουθία που είναι φετιχοποιητική και οντολογικοποιητική και υπονομεύει συλλήβδην τις αξιώσεις του εθνικισμού «της μητρόπολης», πέρα από την αμφισβήτηση των ειδικά «ιμπεριαλιστικών» χαρακτηριστικών του: ο ιμπεριαλισμός του μετατρέπεται σε ουσιοκρατικό χαρακτηριστικό, αντί για ιστορικό συμβεβηκός που θα μπορούσε να αμφισβητηθεί και να αλλάξει. Αυτό είναι το σημείο όπου, στην περίπτωση του Ισραήλ, διάφορα κομμάτια αντισημιτικής ιδεολογίας εισέρχονται στον αντιιμπεριαλιστικό λόγο κατά τρόπο που θα είχε τρομοκρατήσει τον ίδιο τον Λένιν. Ο κλασικός μαρξικός συλλογισμός απορρίπτει τους ισχυρισμούς, για παράδειγμα του ισραηλινού κράτους ότι είναι η έκφραση του «εβραϊκού έθνους», απλώς διότι απορρίπτει την «πολιτικά ρομαντική» έννοια του κράτους ως οτιδήποτε άλλου πέρα από μια δομή εξουσίας. Στη λενινιστική πλατφόρμα αυτή η κλασική συλλογιστική χάνει μεγάλο μέρος της δύναμής της καθώς δεν απορρίπτει κατηγορηματικά τον ρομαντικό εθνικισμό τον οποίο υποστηρίζει για τα έθνη της περιφέρειας15 .
Η λογική δομή της αντιιμπεριαλιστικής θέσης την καθιστά δεκτική σε κάθε είδους μυστικιστικούς και φυλετικούς ανορθολογισμούς, συμπεριλαμβανομένου, στην προσπάθεια να αποδειχθεί γιατί οι «Εβραίοι» δεν μπορούν να είναι έθνος, του αντισημιτισμού. Η αντίληψη που κινεί αυτούς τους ανορθολογισμούς είναι, ωστόσο, από μόνη της ιδεαλιστική: «[τ]α κράτη φαίνεται να έχουν το όμορφο καθήκον να πραγματώσουν τα δικαιώματα του […] λαού» (ISF, 1990, σελ. 130), στον βαθμό που «ο λαός» φέρει αποδεδειγμένα την ιδιότητα του «υποκειμένου», που τον καθιστά έθνος. Αυτή η αντίληψη μοιράζεται την αφέλεια άλλων μορφών της αστικής θεωρίας του «κοινωνικού συμβολαίου»: «ούτε ο Λένιν, όταν διατύπωνε το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση, αλλά ούτε και οι αστοί προκάτοχοί του αναφέρουν καθόλου τη βία που ήταν πάντα απαραίτητη για την ίδρυση κυρίαρχων κρατών» (ISF, 1990, σελ. 130-131, η υπογράμμιση στο πρωτότυπο). Η θέση της Κριτικής Θεωρίας (όπως αναπτύσσεται εδώ από την ομάδα ISF) είναι από αυτήν την άποψη παρόμοια με εκείνη του «πολιτικού ρεαλισμού»: ενάντια σε κάθε ιδεαλιστική θεωρητικοποίηση του κράτους, «το ερώτημα αν το Ισραήλ έχει δικαίωμα ύπαρξης έχει κριθεί από το ίδιο το γεγονός της ίδρυσής του και είναι συνεπώς άσχετο», καθώς «κανείς δεν έχει δικαίωμα σε μία κρατική υπόσταση εφόσον δεν μπορεί να κινητοποιήσει τη βία που απαιτείται για την ίδρυσή της» (ISF, 1990, σελ. 131). Το «δικαίωμα ύπαρξης» ενός οποιουδήποτε κράτους απορρέει από το γεγονός ότι υπάρχει· η κρατική κυριαρχία δεν συγκροτείται παρά μόνο με τη βία. Αυτό τοποθετεί την κρατική κυριαρχία σε μια διαφορετική κατηγορία από τα δικαιώματα του ατόμου, όπως θεωρητικοποιήθηκαν από τον κλασικό ιδεαλισμό ή από τη φιλοσοφία του «φυσικού δικαίου»: τα δικαιώματα κατοικοεδρεύουν μόνο στα άτομα, όχι στα κράτη ή σε άλλες συλλογικότητες. Οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο υπερασπίστηκαν τα ατομικά δικαιώματα —που δέχονταν σφοδρή επίθεση από τον θετικισμό του Κοντ ως «μεταφυσικά»— στο πλαίσιο της προσπάθειας να «διασώσουν» τη μεταφυσική από τις θετικιστικές επιθέσεις (όχι, όμως και τα «δικαιώματα των ομάδων»).
Η λενινιστική προσέγγιση στην έννοια του δικαιώματος των εθνών στην αυτοδιάθεση έχει ιστορικά τις ρίζες της στην ιδέα του δέκατου ένατου αιώνα, την οποία συμμερίζονταν τότε οι φιλελεύθεροι και οι δημοκράτες, ότι η οικοδόμηση του έθνους ξεπερνά την ύστερη φεουδαρχική εξατομίκευση και δημιουργεί, μέσω μιας ενιαίας εθνικής κοινωνίας, τις προϋποθέσεις για χειραφετητικά κινήματα. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι υπάρχει ένα στοιχείο οριενταλισμού στον λενινιστικό ισχυρισμό ότι οι «λαοί της Ανατολής» χρειάζονται την οικοδόμηση του έθνους ως το πρώτο στάδιο της χειραφέτησης, ενώ οι λαοί της «Δύσης» έχουν περάσει αυτό το «στάδιο» και είναι έτοιμοι για την ταξική πάλη, απαλλαγμένοι από την εθνικότητα και την εθνοτική καταγωγή. (Η Realpolitik του «σοσιαλισμού σε μια χώρα» αντικατέστησε γρήγορα ακόμη και αυτήν τη γεωγραφικά περιορισμένη αντιεθνικιστική στάση).
Η επιμονή του Στάλιν στο άρθρο του για το εθνικό ζήτημα του 1913 ότι η εδαφικότητα είναι απαραίτητο μέρος του ορισμού του έθνους, προοιωνίζει την αντισημιτική εκστρατεία του εναντίον των «κοσμοπολιτών χωρίς ρίζες» (δηλαδή των Εβραίων) ως μη εθνικών: δεν έχουν έδαφος. Αυτή η οπτική θα μπορούσε —και αργότερα όντως το έπραξε, για ένα σύντομο χρονικό διάστημα— να οδηγήσει στην υποστήριξη του σιωνισμού, ως προσπάθειας των Εβραίων να συμβαδίσουν με την πλειοψηφία των εθνών του κόσμου που είχαν ήδη σχηματίσει σύγχρονα κράτη. Ωστόσο, κατά κύριο λόγο πήρε την αντίθετη κατεύθυνση: οι Εβραίοι που ισχυρίζονται ότι διεκδικούν να σχηματίσουν ένα εθνικό κράτος —χωρίς ρίζες και χωρίς εθνικότητα όπως υποτίθεται ότι είναι— δεν μπορεί παρά να έχουν μια κρυφή ατζέντα.
Καπιταλισμός και κυριαρχία
Η Κριτική Θεωρία, όπως και η μαρξική θεωρία γενικά, είναι αντιμιλιταριστική, δηλαδή αντιτίθεται στη στρατιωτική επιθετικότητα ανεξάρτητα από τον σκοπό της. Μια μορφή αντιμιλιταρισμού με συγκεκριμένα κίνητρα αποτελεί επίσης σημαντική διάσταση του αντιιμπεριαλισμού. Στο πλαίσιο του αστικού αντιιμπεριαλισμού, του οποίου το κλασικό παράδειγμα είναι ο Αμερικανικός Αντιιμπεριαλιστικός Σύνδεσμος (1898 – 1920), το καθοδηγητικό κίνητρο υπήρξε η ρεπουμπλικανική έννοια της αυτοδιάθεσης των εθνών: η προσάρτηση των Φιλιππίνων από τις ΗΠΑ, για παράδειγμα, απορρίφθηκε (ανεπιτυχώς) ως αντίθετη προς αυτήν την αρχή που οι αντιιμπεριαλιστές υποστήριζαν ότι ήταν, ή θα έπρεπε να είναι, θεμελιώδης για την αμερικανική πολιτική. Η λενινιστική εκδοχή του αντιιμπεριαλισμού βασίζεται σε μια θεωρία της ανάπτυξης του καπιταλισμού που, με βάση την οπτική της Κριτικής Θεωρίας, είναι μη μαρξιστική. Όπως ο αστικός, ρεπουμπλικανικός αντιιμπεριαλισμός, έτσι και η απόρριψη του ιμπεριαλισμού στο πλαίσιο της Κριτικής Θεωρίας και του μη λενινιστικού μαρξισμού με την ευρεία έννοια οφείλει να παρέχει θεωρητικές κρίσεις σχετικά με το γιατί η κυβέρνηση και ο στρατός μιας ηγετικής καπιταλιστικής χώρας θα χρησιμοποιούσαν στρατιωτική δύναμη για την προώθηση ιμπεριαλιστικών σκοπών, σε αντίθεση με τις ίδιες τους τις διακηρυγμένες πολιτικές αρχές (όπως το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση). Ο αστικός αντιιμπεριαλισμός δεν φαίνεται να παρέχει μια γενική θεωρία για το θέμα αυτό —οι εξηγήσεις τείνουν να είναι ad hoc—, ενώ στην περίπτωση της Κριτικής Θεωρίας, ο ιμπεριαλισμός θα μπορούσε απλώς να θεωρηθεί ως μια «φυσιολογική» πτυχή της δυναμικής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η ρητή απόρριψη της έννοιας του «αντιιμπεριαλισμού» από την Κριτική Θεωρία παραπέμπει επομένως στο γεγονός ότι, από το 1920 περίπου, η λενινιστική αντίληψη έχει γίνει τόσο ηγεμονική στην «Αριστερά» με την ευρεία έννοια, ώστε ο «αντιιμπεριαλισμός» μεταφέρει αυτόματα τις θεωρητικές παραδοχές της έννοιας του Χίλφερντινγκ για το «χρηματιστικό κεφάλαιο» και τις πολιτικές της συνέπειες. Είναι σημαντικό ότι αυτά τα στοιχεία του αντιιμπεριαλισμού παραμένουν συνήθως σιωπηρά και δεν συζητούνται κριτικά. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Κριτική Θεωρία απορρίπτει γενικά τις αναφορές στον «αντιιμπεριαλισμό» ως έννοια, ενώ συγχρόνως αντιτάσσεται στον ιμπεριαλισμό ως πραγματικότητα, δηλαδή ως μια πτυχή μεταξύ άλλων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η σχέση του οποίου με την υπόσχεση της νεωτερικότητας για γενική ανθρώπινη χειραφέτηση θεωρητικοποιείται διαλεκτικά: δεν πρέπει ούτε να αγνοηθεί, ούτε να απομονωθεί και να φετιχοποιηθεί.
Κεντρικό στοιχείο της λενινιστικής θεώρησης για τον ιμπεριαλισμό είναι η αντίληψη ότι ο αμφίσημος καπιταλισμός που φέρνει εντατικοποιημένη εκμετάλλευση μαζί με τη δυνατότητα χειραφέτησης (όπως περιγράφεται από τους Μαρξ και Ένγκελς) έχει μετατραπεί γύρω στο 1900 σε έναν εντελώς αρνητικό καπιταλισμό: ο τελευταίος είναι ο «μονοπωλιακός καπιταλισμός» που χαρακτηρίζεται από το χρηματιστικό κεφάλαιο, μια διεφθαρμένη εργατική αριστοκρατία και τον ιμπεριαλισμό, και πρέπει να καταπολεμηθεί και να καταστραφεί με κάθε μέσο. Ο εντελώς κακός καπιταλισμός —σε αντίθεση με τον αμφίσημο καπιταλισμό— συμπληρώνεται από την έννοια του κακού, διεστραμμένου εθνικισμού (ιμπεριαλισμός) έναντι του καλού, καλοήθους εθνικισμού (όπως ο «υγιής πατριωτισμός» κ.λπ.). Ενώ αυτό είναι σαφές στον Χόμπσον, παραμένει σιωπηρό στον Λένιν. Από τη σκοπιά της Κριτικής Θεωρίας, ο ιμπεριαλισμός είναι κατακριτέος όχι επειδή είναι «ξένη κυριαρχία», αλλά επειδή είναι κυριαρχία. Πέρα από αυτό, οφείλουμε να αναρωτηθούμε τι είδους κυριαρχία είναι και τι πραγματικά κάνει η κυριαρχία της. Με παρόμοιο τρόπο, το εθνικό κράτος οφείλει να απορριφθεί κατά βάση όχι επειδή είναι εθνικό, αλλά επειδή είναι κράτος, δηλαδή ως στοιχείο του σύγχρονου κρατικού συστήματος, της πολιτικής μορφής της καπιταλιστικής κοινωνίας. Από αυτήν την άποψη, η επιχειρηματολογία όσων υποστηρίζουν ή αμφισβητούν είτε την ιμπεριαλιστική κυριαρχία είτε την κυριαρχία ενός εθνικού κράτους πρέπει να εξεταστεί από την άποψη του αν και κατά πόσο υποκινείται από τη διάθεση για επέκταση ή για περιορισμό της «καλής ζωής» και της γενικής ανθρώπινης χειραφέτησης, η οποία συνεπάγεται την αντικατάσταση οτιδήποτε μοιάζει με κράτος (μια καταναγκαστική δομή εξουσίας που είναι σε κάποιο βαθμό ξεχωριστή και ελέγχει την «κοινωνία των πολιτών», δηλαδή τους μη κρατικούς τομείς της κοινωνίας) από τη δημοκρατική και συναινετική διαχείριση των (κοινωνικών) «πραγμάτων».
- ΣτΜ: Τζον Α. Χόμπσον (John A. Hobson) (1858 – 1940), οικονομολόγος και πολιτικός επιστήμονας της φιλελεύθερης παράδοσης αλλά με ισχυρές τάσεις κοινωνικού μεταρρυθμισμού, συγγραφέας της μονογραφίας Ιμπεριαλισμός: Μια Μελέτη (Hobson, 2013), που επηρέασε βαθιά τον Λένιν και καθόρισε το πλαίσιο της μαρξιστικής πραγμάτευσης του φαινομένου του ιμπεριαλισμού, τουλάχιστον μέχρι και το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. [↩]
- Όπως η έννοια του «ιμπεριαλισμού» του εικοστού αιώνα, έτσι και η έννοια της «αποικιοκρατίας» δεν ήταν διαθέσιμη στον Μαρξ. «Ο Μαρξ δεν είχε έναν γενικό όρο για να περιγράψει την κυριαρχία ενός πιο προηγμένου εθνικού κράτους πάνω σε μια πιο καθυστερημένη περιοχή», όπως η έννοια της αποικιοκρατίας του εικοστού αιώνα. Χρησιμοποίησε τον όρο «αποικιοκρατία» πιο στενά για να αναφερθεί στην «εγκατάσταση ακατοίκητων περιοχών ή περιοχών από τις οποίες οι αυτόχθονες κάτοικοι έχουν εκδιωχθεί (όπως η Αυστραλία και η Αμερική)» (Brewer, 1980, σελ. 27-28). [↩]
- ΣτΜ: The Defense of Terrorism (Η Υπεράσπιση της Τρομοκρατίας) ήταν ο τίτλος της πρώτης αγγλικής μετάφρασης του κειμένου κριτικής προς τον Κάουτσκι που έγραψε και δημοσίευσε το 1920 ο Λέων Τρότσκι στα γερμανικά υπό τον τίτλο Terrorismus und Kommunismus: Anti-Kautsky. Για την ελληνική μετάφραση βλ. Τρότσκι (χ.χ.). [↩]
- Για τον Μαρξ και τον ιμπεριαλισμό, βλέπε Stoetzler (2016). Οι πιο πρόσφατες λεπτομερείς αναφορές στην πολυπλοκότητα της θέσης του Μαρξ μπορούν να βρεθούν στους Anderson (2010) και Pradella (2013)· επίσης, Sutton (2013). Για επικριτικά σχόλια σχετικά με τον Anderson (2010), βλ. Stoetzler (2013). Κριτικές συνεισφορές για τη λενινιστική κληρονομιά του αντιιμπεριαλισμού περιλαμβάνουν τους Goldner (2010, 2016) και Bassi (2010). Χρήσιμες παλαιότερες αναφορές περιλαμβάνουν τους Owen & Sutcliffe (1972), Kiernan (1974) και Mommsen (1981). [↩]
- Υπάρχει επίσης ένας βιογραφικός λόγος για τον οποίο ο Μαρξ δεν θα γινόταν εθνικιστής αντιιμπεριαλιστής με την έννοια του εικοστού αιώνα: Ο πατέρας του Μαρξ, δικηγόρος, ήταν ένας μετριοπαθής φιλελεύθερος που είχε μεταστραφεί από τον ιουδαϊσμό στον προτεσταντισμό μόλις λίγο καιρό πριν γεννηθεί ο Καρλ Μαρξ. Ίσως δεν είναι αμελητέο ότι η γενέτειρα του Μαρξ, το Τρίερ (μια πόλη στη δυτικογερμανική Ρηνανία που ιδρύθηκε από τους Ρωμαίους και είναι μια από τις αρχαιότερες πόλεις της Γερμανίας) είχε κατακτηθεί από τον Ναπολέοντα το 1794, και η γαλλική αυτοκρατορική κυβέρνηση ενήργησε για να ενισχύσει τις φιλελεύθερες παραδόσεις της πόλης που περιήλθε στην Πρωσία το 1815. Η πρωσική μοναρχία, την οποία οι Γερμανοί εθνικιστές της εποχής θεωρούσαν ως έναν αντιιμπεριαλιστικό απελευθερωτή avant la lettre, ανέτρεψε την εβραϊκή χειραφέτηση, κάτι το οποίο ανάγκασε τον πατέρα του Μαρξ να προσηλυτιστεί για να μη χάσει την καριέρα του και τα προς το ζην (Blumenberg, 1962. Nimtz, 2000. Rühle, 1928). [↩]
- Σχετικά με την υπεράσπιση από τον Λένιν του κρατικού καπιταλισμού, του οποίου «η μετάβαση στον πλήρη σοσιαλισμό θα ήταν εύκολη και σίγουρη», βλ. Μαρκούζε (χ.χ., σελ. 35), καθώς και την υποσημείωση 9 του παρόντος κεφαλαίου. Η αντίληψη ότι η μπολσεβίκικη επανάσταση ανέπτυξε τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής δομικά, και όχι απλώς λόγω των αναγκών του πολέμου, διατυπώθηκε τη δεκαετία του 1930 από διάφορες φιγούρες του Αριστερού Μαρξισμού (Συμβουλιακού Κομμουνισμού), που εναντιώνονταν στον Μπολσεβικισμό (βλ. Mattick, 1978). Μια επισκόπηση του τρόπου με τον οποίο εννοιολόγησαν τη Σοβιετική Ένωση ως «κρατικό καπιταλισμό» οι Αριστεροί Κομμουνιστές, οι τροτσκιστές και οι μαοϊκοί εμπεριέχεται στο van der Linden (2007). [↩]
- Το 1921, η Σοβιετική Ένωση συνήψε εμπορικές συμφωνίες και σύμφωνα «φιλίας» με τα νεοεμφανιζόμενα «αυταρχικά αναπτυξιακά καθεστώτα στην Τουρκία, την Περσία και το Αφγανιστάν, δια των οποίων αποσιωπήθηκε η καταστολή, η φυλάκιση ή η σφαγή των αντίστοιχων κομμουνιστικών ή αριστερών αντιπολιτεύσεων από τα καθεστώτα αυτά, προς χάριν των σοβιετικών εθνικών συμφερόντων» (Goldner, 2010, σελ. 633). [↩]
- ΣτΜ: τα Αποσπάσματα για τον Βάγκνερ δημοσιεύθηκαν αρχικά το 1939 στο όγδοο τεύχος της Επιθεώρησης Κοινωνικής Έρευνας. Αργότερα, θα συμπεριληφθούν, ως τα πρώτα τέσσερα κεφάλαια, σε εκτενέστερη κριτική μελέτη του Αντόρνο επί του Βάγκνερ που θα εκδοθεί το 1952 με τον τίτλο Versuch über Wagner (Adorno, 1981). [↩]
- Ο Λένιν είχε γράψει το 1917 ότι «ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός αποτελεί την πλήρη υλική προπαρασκευή του σοσιαλισμού» (αναφέρεται στο Μαρκούζε, χ.χ., σελ. 37. Τροποποιημένη μετάφραση). Στην κατάφαση του «κρατικού καπιταλισμού» ο Λένιν εισήγαγε ουσιαστικά, από την πίσω πόρτα, την αντίληψη που ανέπτυξαν οι «ρεφορμιστές» σοσιαλδημοκράτες ότι ο ολοένα και πιο «οργανωμένος» και κρατικά κατευθυνόμενος καπιταλισμός προσφέρεται για σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. [↩]
- Ο Μαρκούζε (1971) προσθέτει παρόμοια σχόλια στις σελ. 120, 121 και 124, συμπεριλαμβανομένων, επίσης, φιλικών παρατηρήσεων για την κινεζική «πολιτιστική επανάσταση». Πιο κάτω διατυπώνει και πάλι την κύρια θέση του που είναι δύσκολο να συμβιβαστεί με τη συμπάθεια για τους Βιετκόνγκ: «[Τ]α οικονομικά, πολιτικά και πνευματικά γνωρίσματα μιας αταξικής κοινωνίας πρέπει να έχουν γίνει βασικές ανάγκες εκείνων οι οποίοι μάχονται γι’ αυτή. Αυτή η είσοδος του μέλλοντος στο παρόν, αυτή η διάσταση βάθους της ανταρσίας εξηγεί, σε τελευταία ανάλυση, το ασυμβίβαστο με τις παραδοσιακές μορφές του πολιτικού αγώνα. Ο νέος ριζοσπαστισμός αντιστρατεύεται τόσο τη συγκεντρωτική γραφειοκρατική κομμουνιστική οργάνωση όσο και την ημιδημοκρατική φιλελεύθερη» (Μαρκούζε, 1971, σελ. 125). [↩]
- Μια βασική πηγή για την ιστορία του Βιετνάμ από μια οπτική γωνία που συμβαδίζει με την Κριτική Θεωρία είναι ο Ngo Van (2010). [↩]
- Το άρθρο του Αλφρέντ Σωβύ [Alfred Sauvy] του 1952 που εγκαινίασε τον όρο «Τρίτος Κόσμος» αναφερόταν ρητά στον ρόλο της Τρίτης Τάξης στη Γαλλική Επανάσταση και απηχούσε τον σημαντικό ρόλο που έπαιζαν οι εκπρόσωποι του Τρίτου Κόσμου στα Ηνωμένα Έθνη, για παράδειγμα, ήδη από τότε (αρχικά σε πλήρη αντιδιαστολή με τη Σοβιετική Ένωση). Δήλωνε, με αυτήν την έννοια, μια συγκεκριμένη αξίωση για τη χάραξη μιας προοδευτικής προοπτικής, πέρα από τον Δυτικό φιλελευθερισμό και τον σοβιετικό σταλινισμό, και όχι απλώς την «υπανάπτυξη» (Prashad, 2007). Επίσης, ήταν μέρος του υπόβαθρου που έδωσε στον διεθνισμό και στη συνέχεια στον «αντιιμπεριαλισμό» έναν τόσο κεντρικό ρόλο στη σκέψη της μητροπολιτικής Αριστεράς. [↩]
- Ακόμη και ο λόγος του Λένιν, όμως, περιείχε ήδη (ακούσια) αντισημιτικά υπονοούμενα που σε ένα αλλιώτικο πλαίσιο θα μπορούσαν να μετατραπούν σε ρητό, έκδηλο νόημα: ο Λένιν έγραφε ότι η συγχώνευση του τραπεζικού και του βιομηχανικού κεφαλαίου σε «χρηματιστικό κεφάλαιο» δημιούργησε «μερικές εκατοντάδες βασιλιάδες της χρηματοδότησης» και μια σύγκρουση μεταξύ «ενός τεράστιου αριθμού κρατών-οφειλετών» και «μερικών κρατών-τοκογλύφων» (Λένιν, 1964, σελ. 124, παρατίθεται στο Gerber, 2010, σελ. 265). [↩]
- ΣτΜ: υπονοείται ο Πρόεδρος των ΗΠΑ κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο Γούντροου Γουίλσον (1856 – 1924), μέλος των Δημοκρατικών και εμπνευστής του Διαγγέλματος των δεκατεσσάρων σημείων, που εκφώνησε ο ίδιος ραδιοφωνικά το 1918 και το οποίο έθετε το έδαφος των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων του τέλους του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, διακηρύσσοντας την αρχή της αυτοδιάθεσης των εθνών. [↩]
- Σχολιάζοντας το λενινιστικό σύνθημα «Εργάτες και καταπιεσμένοι λαοί και έθνη του κόσμου, ενωθείτε!», που εγκαινιάστηκε στο Συνέδριο των Λαών της Ανατολής της Κομιντέρν στο Μπακού το 1920, ο Φρινγκελί αναφέρει ότι «οι εργάτες είναι μέλη μιας τάξης και ταυτόχρονα ατομικά ανθρώπινα όντα. Στους καταπιεσμένους λαούς και στα έθνη, τα άτομα απουσιάζουν» (Fringeli, 2016, σελ. 41). ΣτΜ: ο Λένιν τροποποίησε την ξακουστή φράση «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!», με την οποία κλείνει το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος (Μαρξ & Ένγκελς, 1999), για πρώτη φορά το 1920, σε απεύθυνση του προς τη Συγκέντρωση στελεχών της Οργάνωσης Μόσχας του ΚΚΡ, όπου προσέφερε την εξής αναδιατύπωση: «Προλετάριοι όλων των χωρών και καταπιεζόμενοι λαοί, ενωθείτε!» (Λένιν, 1983β). Στο Συνέδριο των Λαών της Ανατολής στο Μπακού η ρήση επεκτάθηκε ώστε να συμπεριλάβει και ολόκληρα «καταπιεζόμενα» έθνη (βλ. Goldner, 2010). [↩]